Η Μητέρα μου – Νίκος Καζαντζάκης (Απόσπασμα από την «Αναφορά στον Γκρέκο») [Audiobook & Ανάλυση]

Share

Η Μητέρα μου – Νίκος Καζαντζάκης (Απόσπασμα από Αναφορά στον Γκρέκο) – Ανάλυση

Η Μητέρα μου – Νίκος Καζαντζάκης

(Απόσπασμα από την “Αναφορά στον Γκρέκο”)

γράφει η Μαρία Καρυτινού,

Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στην Κρήτη το 1833 και πέθανε το 1957 στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Σε ηλικία 14 ετών κατέφυγε μαζί με τη μητέρα του και τα αδέρφια του στη Νάξο λόγω της κρητικής επανάστασης. Σπούδασε στη Νομική Σχολή της Αθήνας και μετά πήγε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα του φιλόσοφου Μπερξόν. Αργότερα, έγινε υφηγητής της Νομικής με τη διατριβή «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του δικαίου και της πολιτείας» Στους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913 πρόσφερε εθελοντισμό, ενώ το 1945έγινε υφυπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Σοφούλη και αργότερα εργάστηκε ως ανώτερος υπάλληλος στην ΟΥΝΕΣΚΟ. Πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην Ελβετία, στον Καύκασο, στη Γαλλία, στην κίνα, στην Αίγυπτο, στη Γερμανία, στην Ισπανία κλπ. Συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά, γράφοντας ακούραστα. Έγραψα ποίηση, θέατρο, τραγωδίες όπως Νικηφόρος Φωκάς, Οδυσσέας, Καποδίστριας, Αφηγήσεις όπως Η αρρώστια του αιώνος, Αναφορά στον Γκρέκο, όπου αυτοβιογραφείται και περιγράφει την πνευματική του πορεία. Επίσης στο έργο του συγκαταλέγονται ταξιδιωτικά βιβλία, μυθιστορήματα καθώς και μεταφράσεις (Θεία κωμωδία του Δάντη, Φάουστ του Γκαίτε).

Συγγραφή: Νίκος Καζαντζάκης
Αφήγηση: Μίνα Καθέρη
Έκδοση: eBooks4Greeks
Έτος έκδοσης: 2020
Μορφή: Audiobook, text Online

Η Μητέρα μου – Νίκος Καζαντζάκης

Απόσπασμα «Η Μητέρα μου»: 

Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο – καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.

Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε.

Αγαπούσα που τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.

Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου, δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουνα, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:

– Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.

Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε:
«Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε.

Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.

Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της -από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και το κελάδημα του καναρινιού.

Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη.

Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα, συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε το παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντηλο, κι από τότε την έφερε στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντηλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει.

Την κοίταζα να πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω από το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρει το μαγικό κεφαλομάντηλο της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντηλό της να φύγει.

– Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, 1961

 

Υπόθεση και ανάλυση του αποσπάσματος:
Στο εισαγωγικό σημείωμα για το μυθιστόρημα του συγγραφέα Αναφορά στον Γκρέκο, ο Καζαντζάκης λέγει πως πολλά γεγονότα είναι φανταστικά αλλά παράλληλα υπάρχουν και άλλα που προέρχονται από τη ζωή του με μικρές ή μεγάλες παραλλαγές. Έτσι, ο συγγραφέας στο συγκεκριμένο απόσπασμα φέρνει στο νου του αναμνήσεις από τη μητέρα του, φανερώνοντας τη στενά συναισθηματική σχέση μαζί της.

Ο ίδιος δηλώνει πως οι ώρες που περνούσε μαζί της ήταν γεμάτες μυστήριο, ένα μυστήριο που συνδέεται με τις νεράιδες του παραμυθιού, τη γαζία, το καναρίνι, τους αγίους. Ο νους του τρέχει στο παρελθόν, αναπολώντας τα γλυκά χρόνια της παιδικής του ηλικίας, όταν καθόταν μαζί της άλλοτε μες στη σιωπή και άλλοτε καθώς της διηγούνταν βίους αγίους. Ο Καζαντζάκης πετυχαίνει με τρόπο γλαφυρό και ανάλαφρο να παρουσιάσει τον αγαθό, εσωτερικό κόσμο της μητέρας του που ήταν γεμάτος τρυφερότητα, καλοσύνη και αγάπη. Μια γυναίκα που μύριζε γαζία, ένα πρόσωπο που τον ακολουθούσε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, μαζί με τον παράλογο παιδικό του φόβο πως σαν νεράιδα θα εύρισκε κάποια στιγμή το κεφαλομάντηλό της και θα χανόταν για πάντα.

Γίνεται, λοιπόν, απόλυτα κατανοητό πόσο στενή είναι η σχέση μητέρας και παιδιού καθώς και το χρυσό πάπλωμα που μας καλύπτει όσο η μάνα ζει , βρίσκεται στη ζωή, και ο πόνος που βιώνουμε όταν το μητρικό χάδι παύει πια να μας σκεπάζει. Ο συγγραφέας περιγράφει στη μητέρα του τα μαρτύρια των αγίων, κάτι που υποδηλώνει πως εξαγιάζει τη μητέρα του και της δίνει θέση αγγελική, αφού οι ιστορίες κρύβουν ένα απλό παραλληλισμό.

Η μάνα παρομοιάζεται με τους αγγέλους, οι άγγελοι ζουν στον παράδεισο όπως και οι άγιοι που υπέφεραν προκειμένου να κερδίσουν τα στέφανα που λαμπρύνουν το μέτωπο τους. Και η μητέρα του Καζαντζάκη υποφέρει, διότι κάθε ψυχή αγνή υποφέρει, όταν ακούει για μαρτύρια οσίων και αγίων. Ο δρόμος για τον Παράδεισο είναι μακρύς και επίπονος, όπως επίπονος ήταν και ο πόνος που επικρατούσε μέσα στην καρδιά και στο νου του συγγραφέα, καθώς φοβάται την εγκατάλειψη της μητρικής αγκαλιάς.

Η γυναίκα αυτή που σφούγγιζε τα δάκρυά της, ακούγοντας όσα της διηγούνταν το παιδί της, είναι μια γυναίκα που μύριζε γαζία, γι’ αυτό και το «καναρίνι μέσα από το κλουβί του, τους άκουγε, και σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να’ χε κατέβει από τον Παράδεισο, σαν να’ χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γη για να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους». Μύθοι, θρύλοι, βίοι αγίων, παραμύθια όλα αποθέτονται μπροστά στα πόδια της μητέρας του, καθώς σαν πνέμα πηγαινοερχόταν μέσα στο σπίτι, κάνοντας αθόρυβα όλες τις δουλειές, με υπομονή και καλοσύνη. Ο Καζαντζάκης δεν μπορεί να μην καρδιοχτυπά κάθε φορά που βλέπει τη μητέρα του να ν’ ανοίγει, ντουλάπια, κασέλες, να ξεσκεπάζει πιθάρια, αναλογιζόμενος πως αν τελικά η καλή νεράιδα βρει το μαντήλι της θα τον εγκαταλείψει για πάντα.

Ουσιαστικά αυτό που φοβάται η παιδική ψυχή είναι η διαγραφή της αγάπης, η απώλεια αυτής, μιας αγάπης που ήταν καθρεφτισμένη σε κάθε πράξη της μητέρας του προς αυτόν. Για τούτο, και η αγάπη αυτή συνδέεται με τη γαζία, και το καναρίνι. Οι άγιοι, οι άγγελοι ανήκουν στον υπερβατικό, στον άυλο κόσμο, η γαζία και το καναρίνι στο φυσικό περιβάλλον που είναι αναπόσπαστο κομμάτι του υπερλογικού, του εξωλογικού, χωρίς όμως να στερούνται την αλήθεια τους και την υπόστασή τους όχι για τον μικρό συγγραφέα αλλά και για κάθε άνθρωπο πάνω στη γη. Η απόκοσμη παρουσία της μητέρας σηματοδότησε τη ζωή του Καζαντζάκη και αιχμαλώτισε μέσα στην καρδιά του το πρόσωπο και τις αναμνήσεις του απ’ αυτήν, παγώνοντας το χρόνο του χθες στη ζωή του σήμερα.

Μαρία Καρυτινού

Είμαι Εκπαιδευτικός (ΠΕ)- Ειδική παιδαγωγός (Μαθησιακές Δυσκολίες- Ημερήσια Φροντίδα Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες) - απόφοιτος "Βοηθός νοσηλευτού χειρουργείου" (από ΙΕΚ)- απόφοιτος του Τομέα Υγείας "Βοηθός Νοσηλευτού (ΕΠΑΛ). Η Μαρία Καρυτινού αρθρογραφεί στο eBooks4Greeks.gr από τον Αύγουστο του 2018.

Άρθρα

Κατηγορία: ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Tags: , , , ,

Comments (1)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. Ο/Η Ζάχος λέει:

    …..απλά μαγικός ο Καζατζάκης….

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *