ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΥΜΑ (Λουίς Σεπούλβεδα) – Ανάλυση ✍

Share

ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΥΜΑ (Λουίς Σεπούλβεδα) – Ανάλυση

✍ γράφει η Μαρία Καρυτινού,

Λουίς Σεπούλβεδα: Η ζωή και το έργο του

Λουίς ΣεπούλβεδαΟ Λουίς Σεπούλβεδα γεννήθηκε το 1949 στο Οβάλ της Χιλής. Από τα φοιτητικά του χρόνια έλαβε μέρος σε φοιτητικές και συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις κατά του δικτατορικού καθεστώτος της χώρας του με συνέπεια να φυλακιστεί. Ταξίδεψε σε πολλά μέρη και συνδέθηκε με την οικολογική οργάνωση Greenpeace και γενικά ενδιαφέρθηκε για τον κόσμο και τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο και δημιούργησε ομάδες στο Περού, στο Εκουαδόρ και στην Κολομβία. Έργα του μεταφρασμένα στα ελληνικά είναι: «Ο κόσμος του τέλους», «Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου Killer», «Hot line», «Αν δεν έχεις πού να κλάψεις», «Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετά», «Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης» κλπ. Κατόρθωσε να αποσπάσει πολλά λογοτεχνικά βραβεία, ενώ στάθηκε ένας συγγραφέας που αγαπήθηκε ιδιαίτερα και από το ελληνικό κοινό.

ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΥΜΑ

(Απόσπασμα)

Η Κενγκά άνοιξε τις φτερούγες για να πετάξει, αλλά το κύμα ήταν πιο γρήγορο και την πήρε από κάτω. Όταν ξαναβγήκε στην επιφάνεια, το φως της μέρας είχε χαθεί, κι όταν κούνησε δυνατά το κεφάλι, κατάλαβε πως η κατάρα των θαλασσών την είχε τυφλώσει.

Η Κενγκά με τ’ ασημιά φτερά βούτηξε πολλές φορές το κεφάλι της στο νερό, ώσπου κάποιες ακτίνες φως έφτασαν στις κόρες των ματιών της που ‘χαν σκεπαστεί με πετρέλαιο. Η παχύρρευστη κηλίδα, η μαύρη μάστιγα, της είχε κολλήσει τα φτερά στο σώμα, κι η Κενγκά έπιασε να κουνάει τα πόδια, με την ελπίδα να κολυμπήσει γρήγορα και να φύγει μακριά απ’ το μαύρο κύμα.

Με όλους τους μυς της πιασμένους από την προσπάθεια, κατάφερε κάποτε να φτάσει στο τέλος της πετρελαιοκηλίδας και να ‘ρθει σ’ επαφή με το καθαρό νερό.

Όταν, βουτώντας το κεφάλι στο νερό κι ανοιγοκλείνοντας συνέχεια τα μάτια, κατάφερε να τα καθαρίσει, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον ουρανό· δεν είδε παρά κάτι σύννεφα ανάμεσα στη θάλασσα και στην απεραντοσύνη του ουράνιου θόλου. Ήδη οι συντρόφισσές της απ’ το σμήνος του Φάρου της Κόκκινης Άμμου πρέπει να ’χαν πετάξει μακριά — πολύ μακριά.

Έτσι ήταν ο νόμος. Είχε δει κι η ίδια άλλους γλάρους να μολύνονται από το θανάσιμο μαύρο κύμα, κι όσο δυνατή κι αν ήταν η λαχτάρα της να κατέβει για να βοηθήσει, είχε αναγκαστεί ν’ απομακρυνθεί, υπακούοντας στο νόμο που απαγορεύει την παρουσία στο θάνατο των συντρόφων.

Με τα φτερά τους ακίνητα, κολλημένα στο σώμα τους, οι γλάροι αποτελούσαν εύκολη λεία για τα μεγάλα ψάρια, ή πέθαιναν αργά, από ασφυξία, καθώς το πετρέλαιο έφραζε όλους τους τους πόρους.

Αυτό το τέλος την περίμενε, κι η Κενγκά ευχήθηκε να την κατάπιναν αμέσως τα σαγόνια κάποιου κήτους.

Η μαύρη κηλίδα. Η μαύρη μάστιγα. Περιμένοντας το τέλος της, η Κενγκά έπιασε να καταριέται τους ανθρώπους.

«Όχι όμως όλους… Να μην είμαι και άδικη», έκρωξε αδύναμα.

Πολλές φορές, από ψηλά, είδε πώς κάτι μεγάλα πετρελαιοφόρα επωφελούνταν τις μέρες που ’χε στεριανή ομίχλη για να βγουν στη θάλασσα και να πλύνουν τις δεξαμενές τους. Σκόρπιζαν στη θάλασσα χιλιάδες λίτρα από μια ουσία παχύρρευστη και μολυσματική, που επέπλεε στο κύμα. Είδε όμως κι άλλες φορές που κάτι μικρά πλεούμενα πλεύριζαν τα πετρελαιοφόρα κι απαιτούσαν απ’ αυτά ν’ αδειάσουν τις δεξαμενές τους. Δυστυχώς, όμως, αυτά τα πλεούμενα, όπου κυμάτιζε η σημαία με τα χρώματα της ίριδος, δεν έφταναν πάντα εγκαίρως για ν’ αποτρέψουν τη δηλητηρίαση των θαλασσών.

Η Κενγκά πέρασε τις πιο βασανιστικές ώρες της ζωής της καθισμένη πάνω στο νερό, με το τρομοκρατημένο της μυαλό να φαντάζεται τον πιο φριχτό θάνατο· χειρότερο απ’ το να την κατασπαράξει ένα ψάρι, χειρότερο ακόμα κι απ’ το να υποφέρει την αγωνία της ασφυξίας, ήταν το να πεθάνει από την πείνα.

Μπροστά στην εφιαλτική προοπτική ενός αργού θανάτου, κούνησε το σώμα της και διαπίστωσε με έκπληξη πως το πετρέλαιο δεν είχε πειράξει τις φτερούγες ως τη ρίζα τους. Μπορεί τα πούπουλά τους να ’χαν ποτίσει απ’ αυτή την παχύρρευστη ουσία, τουλάχιστον, όμως, μπορούσε να τις ανοίξει.

«Μπορεί και να ’χω μια ελπίδα να βγω από δω», έκρωξε η Κενγκά, «εκεί ίσως, αν πετάξω ψηλά, πολύ ψηλά, ο ήλιος να λιώσει την κατάρα που ’χει κολλήσει στα φτερά μου».

Θυμήθηκε μια ιστορία που της είχε διηγηθεί μια γριά συντρόφισσα απ’ τα Φρισικά Νησιά: πως ήταν κάποτε ένας άνθρωπος, που τον έλεγαν Ίκαρο, κι αυτός, που λαχταρούσε να πετάξει, πήρε φτερά αετού και τ’ άλειψε με κερί για να τα κολλήσει και να φτιάξει φτερούγες, και πέταξε ψηλά κι έφτασε κοντά στον ήλιο, κι η ζέστη του ήλιου έλιωσε το κερί, κι ο Ίκαρος έπεσε.

Η Κενγκά χτύπησε τις φτερούγες, μάζεψε τα πόδια, σηκώθηκε δυο πόντους κι έπεσε με τα μούτρα στο νερό. Πριν δοκιμάσει άλλη μια φορά, βούτηξε ξανά και κούνησε τις φτερούγες κάτω απ’ το νερό. Αυτή τη φορά, σηκώθηκε πάνω από ένα μέτρο, πριν ξαναπέσει.

Το καταραμένο το πετρέλαιο είχε ποτίσει τα πούπουλα της ουράς, κι η Κενγκά δεν μπορούσε να κουμαντάρει το ανέβασμα. Ξαναβούτηξε κι έπιασε να καθαρίζει με το ράμφος το στρώμα της βρομιάς που ’χε σκεπάσει την ουρά της. Πονούσε που ξερίζωνε τα φτερά της, αλλά, στο τέλος, η ουρά της ήταν πολύ καθαρότερη.

Με την πέμπτη προσπάθεια, η Κενγκά κατόρθωσε να πετάξει.

Φτεροκοπούσε απεγνωσμένα, αλλά το βάρος του πετρελαίου δεν την άφηνε να πλανάρει. Λίγο να κουραζόταν, και θα ’πεφτε σούμπιτη. Ευτυχώς, δεν την είχαν πάρει τα χρόνια, και οι μύες της σήκωναν εύκολα το ζόρι.

Πέταξε πολύ ψηλά. Χωρίς να σταματήσει το φτερούγισμα, κοίταξε κάτω κι είδε τη λεπτή, άσπρη γραμμή της κόστας. Είδε και κάτι καράβια, που ήταν σαν κουκκίδες σε γαλάζιο ύφασμα. Πέταξε ψηλά, αλλά ο ήλιος δεν της έκανε το χατίρι. Ή οι ακτίνες του ήταν πολύ αδύναμες ή το στρώμα του πετρελαίου ήταν πολύ παχύ.

Η Κενγκά κατάλαβε πως δε θα ’χε για πολύ ακόμα τη δύναμη να φτεροκοπάει, κι έψαξε να βρει ένα μέρος στην ενδοχώρα για να κατέβει, ακολουθώντας την πράσινη και φιδωτή γραμμή του Έλβα.

Το φτερούγισμά της γινόταν όλο και πιο βαρύ, όλο και πιο αργό. Έχανε δυνάμεις. Έπεφτε.

Σε μιαν απέλπιδα προσπάθεια να ξανακερδίσει ύψος, έκλεισε τα μάτια και φτερούγισε με όσες δυνάμεις τής είχαν απομείνει. Δεν κατάλαβε πόση ώρα πέταξε με τα μάτια κλειστά, όταν όμως τα άνοιξε, πετούσε πάνω από έναν ψηλό πύργο μ’ έναν χρυσαφένιο ανεμοδείκτη.

«O Άγιος Μιχαήλ!», έκρωξε, αναγνωρίζοντας το καμπαναριό της αμβουργιανής εκκλησίας.

Τις φτερούγες της δεν μπορούσε πια ούτε να τις κουνήσει.

 

Υπόθεση και ανάλυση του αποσπάσματος:

Το κείμενο είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει». Η ιστορία αυτή έχει τα χαρακτηριστικά του παραμυθιού. Προβάλλεται η ανοχή της διαφορετικότητας- η αλληλεγγύη ανάμεσα στα ζώα και η σκληρότητα των ανθρώπων απέναντι στο περιβάλλον. Το περιεχόμενο είναι διδακτικό. Ο συγγραφέας αφήνει ένα μήνυμα ελπίδας…Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι, υπάρχουν εκείνοι που αγωνίζονται για έναν καλύτερο κόσμο, άνθρωποι χωρίς εγωισμό και ατομοκεντρισμό. Υπάρχουν λοιπόν άνθρωποι που διαφέρουν, όπως ο συγγραφέας, όλοι εκείνοι που είναι ενταγμένοι στη σωτηρία του πλανήτη.

Στο παραπάνω απόσπασμα βλέπουμε το απελπισμένο αγώνα της επιβίωσης ενός γλάρου που έπεσε θύμα της θαλάσσιας μόλυνσης. Βασική ιδέα του αποσπάσματος είναι η διατάραξη της φυσικής ισορροπίας του πλανήτη από τον άνθρωπο και ο αντίκτυπος στο ζωικό βασίλειο. Η ιδέα στηρίζεται στην αντίθεση φύση –άνθρωπος. Έτσι, αρχικά έχουμε τη θανάσιμη παγίδα για την Κενγκά, τις κατάρες και τις ελπίδες της Κενγκά καθώς και τον αγώνα αυτής για επιβίωση. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την τεχνική του ανιμισμού, μια τεχνική που παρατηρείται στα παραμύθια. Σύμφωνα με αυτή, τα ζώα και τα φυτά εμψυχώνονται, αποκτούν ψυχή, φωνή, σκέψεις, συναισθήματα, όπως ακριβώς και οι άνθρωποι. Σας άνθρωπος ο γλάρος απελπίζεται και υποφέρει για το κακό που τον βρήκε. Η αγωνία του επικείμενου θανάτου τον οπλίζει με δύναμη, θάρρος, αποφασιστικότητα να προχωρήσει όσο μπορεί για χάρη του ενστίκτου της επιβίωσης. Αισθάνεται μίσος για τον άνθρωπο που τον έφερε σε αυτή τη δεινή θέση αλλά παρά την κατάστασή του το αίσθημα δικαίου επικρατεί και παραδέχεται την ύπαρξη και καλών ανθρώπων.

Η συγγραφέας πετυχαίνει να τονίσει τον κίνδυνο που εγκυμονεί για την εξαφάνιση πουλιών και ψαριών από τη ρύπανση των θαλασσών, των ποταμών και γενικώς από την αρνητική επέμβαση του ανθρώπου πάνω στο φυσικό περιβάλλον.

Στη Βόρεια θάλασσα η Κενγκά που καμάρωνε για τις ασημένιες φτερούγες της πετούσε ψηλά, πάνω από τις εκβολές του Έλβα και χάζευε τα πλοία με τις διάφορες σημαίες τους, μαζί με μια μεγάλη παρέα γλάρων. Όλοι μαζί πήγαιναν σ’ ένα συνέδριο γλάρων. Κι όταν έβλεπε καμιά ρέγκα κάτω βουτούσε και την έπιανε. Η Κενγκά ήταν ευτυχισμένη γιατί είχε γεμάτη την κοιλιά της αβγά και μόλις έφτανε στον προορισμό της θα γεννούσε και θα έβγαζε τα γλαροπουλάκια. Όταν βούτηξε να αρπάξει την τέταρτη ρέγκα, δεν άκουσε το κρώξιμο του συναγερμού, κι όταν έβγαλε το κεφάλι της κατάλαβε τι είχε συμβεί. Είχε πέσει σε θανάσιμη πετρελαιοκηλίδα. Κι όλοι οι άλλοι είχαν φύγει…ένας νόμος απαράβατος για τη σωτηρία τους. Σ’ αυτό το σημείο αρχίζει η απεγνωσμένη προσπάθεια της να πετάξει μακριά….Είναι η προσπάθεια όχι απλά ενός γλάρου, αλλά η προσπάθεια κάθε όντος, ανθρώπινου ή μη για επιβίωση. Αλλά πώς να επιβιώσει κάποιος όταν το ανθρώπινο χέρι κατάφερε να προσβάλλει το δημιούργημα του Θεού, την πλάση, που φτιάχτηκε για να υπηρετεί τον άνθρωπο και ο τελευταίος να είναι καστροφύλακας αυτής; Έτσι, το ανθρώπινο είδος αντί να φυλάγει, καταστρέφει, αντί να δίνει, παίρνει και αντί να αγωνίζεται, παραδίδει το οξυγόνο του πλανήτη στις στάχτες της λαίλαπας. Γι’ αυτό πίσω από τα μεγάλα πλοία, για τα οποία μιλά η Κενγκά κρύβεται το κέρδος των ισχυρών της γης και πίσω από τα μικρά η αδυναμία των μικρών να υπερασπιστούν τα δίκαιά τους. Τα παραπάνω γίνονται αισθητά και από τον τίτλο του αποσπάσματος «το μαύρο κύμα», που εκπροσωπεί την κατάρα των θαλασσών, τη μαύρη μάστιγα, το πετρέλαιο που ουσιαστικά φράζει τους πόρους του σώματος του πουλιού που πεθαίνει, ασφυκτιώντας, καθώς το τελευταίο εισχωρεί στη σάρκα του, κολλά στα φτερά του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να πετάξει, ώστε να οδηγείται σταθερά στο θάνατο. Η Κενγκά θυμάται ακόμη και την ιστορία του Ίκαρου, που πέταξε ψηλά, κοντά στον ήλιο και τα κέρινα φτερά του έλιωσαν, με αποτέλεσμα να πνιγεί στη θάλασσα. Η σκέψη αυτή είναι μια ύστατη προσπάθεια της γλαροπούλας να βρει μια απεγνωσμένη λύση, για να μην χάσει τη ζωή της, για να μην χάσει τα μικρά της. Η Κενγκά περνά τις πιο βασανιστικές ώρες της ζωής της, αναλογιζόμενη ποιο θα είναι το τέλος της. Το να καταριέται τους ανθρώπους δεν έχει νόημα, νόημα έχει να μπορέσει να πετάξει, να υψωθεί ψηλά και να απαλλαγεί από τη μαύρη ουσία που την έχει διαπεράσει. Ίσως να μπορεί να παρομοιαστεί με κάθε άνθρωπο που συναντά προβλήματα στη ζωή του και αδυνατεί σε πρώτη φάση να τα ξεπεράσει. Ίσως να είναι ο κάθε άνθρωπος που κυλιέται στη λάσπη της απρόσωπης πόλης και αλλοτριώνεται από κάθε μορφή θεμιτού και δικαίου. Ίσως να είναι ο άνθρωπος που κολλημένος για ένα διάστημα σε ένα αδιέξοδο αγωνίζεται να πατήσει και να λιώσει τα πάθη του, βρίσκοντας κουράγιο και δύναμη να πάει πιο κάτω. «Μπορεί και να’ χω ελπίδα να βγω από ‘ δω…αν πετάξω ψηλά, πολύ ψηλά, ο ήλιος να λιώσει την κατάρα που ‘ χει κολλήσει στα φτερά μου»……Κάθε προσπάθεια της Κενγκά να πετάξει και πάλι, αποτελεί την ελπίδα που φωλιάζει στην ψυχή του κάθε ανθρώπου για να υψωθεί, για να παλέψει, για να χαράξει ένα καινούριο μονοπάτι στη ζωή του….Ο καθένας μας είμαστε μια «ΚΕΝΓΚΑ», έχουμε προορισμό αλλά κι αν τον χάσουμε, πάντα υπάρχει η ελπίδα που φωλιάζει κάτω από τις φτερούγες της ψυχής μας για να δούμε το γαλάζιο του ουρανού όχι ως μια κουκίδα στο άπειρο αλλά ως τον χρυσαφένιο ανεμοδείκτη του καμπαναριού της αμβουργιανής εκκλησίας του Αγίου Μιχαήλ….

Μαρία Καρυτινού

Είμαι Εκπαιδευτικός (ΠΕ)- Ειδική παιδαγωγός (Μαθησιακές Δυσκολίες- Ημερήσια Φροντίδα Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες) - απόφοιτος "Βοηθός νοσηλευτού χειρουργείου" (από ΙΕΚ)- απόφοιτος του Τομέα Υγείας "Βοηθός Νοσηλευτού (ΕΠΑΛ). Η Μαρία Καρυτινού αρθρογραφεί στο eBooks4Greeks.gr από τον Αύγουστο του 2018.

Άρθρα

Κατηγορία: ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Tags: ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *