Η ΣΑΚΟΡΑΦΑ (παραμύθι) – Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Share

Η ΣΑΚΟΡΑΦΑ (παραμύθι) - Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Η ΣΑΚΟΡΑΦΑ

«Η Σακοράφα» είναι μια περιπέτεια που γράφτηκε από τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και δημοσιεύθηκε το 1845. Στο παραμύθι ακούμε την ιστορία μίας σακοράφας που νομίζει πως είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που στην πραγματικότητα είναι. Ο Άντερσεν είναι ξακουστός σ’ ολόκληρο τον κόσμο για τα παραμύθια του. Έγραψε, ωστόσο και μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, ποιήματα και ταξιδιωτικά κείμενα. Σε πολλά παραμύθια του αποκαλύπτει με σατιρική διάθεση τα ελαττώματα και τις αδυναμίες των ανθρώπων όπως «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα», άλλα πάλι είναι απαισιόδοξα και με δυσάρεστο τέλος, που μας προβληματίζει όπως «Το μολυβένιο στρατιωτάκι».

Συγγραφή: Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
Μετάφραση: Δημήτριος Βικέλας
Εικονογράφηση: Ουίλιαμ Πενάλοου Χέντερσον
Απόδοση στη Ν. Ελληνική: Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου (website)
Έκδοση: ebooks4greeks
Έκδοση: 2020
Μορφή: text Online

Η Σακοράφα – Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Ήτανε μια φορά κι ένα καιρό μια σακοράφα και φανταζότανε πως ήταν όμορφη. Ήθελε να περνά για βελόνα κεντήματος στη κομψότητα.

«Προσέχτε, κρατήστε με σφιχτά», έλεγε στα δάκτυλα, που την κρατούσανε. «Μη με αφήσετε να πέσω κατά γης κι έπειτα δεν θα μπορείτε να με βρείτε. Είμαι τόσο λεπτούλα!»

Αυτά έλεγε στα δάχτυλα, που τη κρατούσανε περασμένη με ράμμα χοντρό και χωρίς κόμπο στη άκρη. Κι αυτά τρυπούσανε με αυτή το παπούτσι της μαγείρισσας, που είχε τρυπήσει κι έπρεπε να ραφτεί.

«Αυτή είναι πρόστυχη εργασία», έλεγε η σακοράφα. «Δεν μπορώ να τρυπήσω αυτό το δέρμα. Θα σπάσω! Θα σπάσω!». Και πράγματι τελικά έσπασε.

«Το ‘λεγα! δεν το έλεγα;», είπε θλιμμένα. «Είμαι τόσο λεπτή».

«Χωρίς μύτη, μια βελόνα δεν αξίζει φράγκο. Είναι για πέταμα», είπανε τα δάχτυλα.

Αλλ’ αντί να τη πετάξει, η μαγείρισσα, έσταξε βουλοκέρι στην άκρη της σπασμένης σακοράφας κι έπειτα κάρφωσε μ’ αυτή το μαντήλι της στο στήθος.

Η ΣΑΚΟΡΑΦΑ (παραμύθι) - Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

«Λοιπόν, έγινα καρφίτσα τώρα», είπε. «Εγώ το ‘ξερα ότι κάτι θα γίνω μια μέρα! Όταν κανείς το ‘χει μέσα του, θα πάει μπροστά, όπως και να γυρίσουνε τα πράματα». Και γελούσε μέσα της· αλλά δεν μπορεί κανείς να καταλάβει πότε γελά μια σακοράφα. Κι από το στήθος της μαγείρισσας καρφιτσωμένη, κοίταζε δεξιά κι αριστερά κορδωμένη και περήφανη.

«Εσύ πάλι τί είσαι;» ρώτησε τη γειτόνισσά της, τη μικρή καρφίτσα. «Είσαι από μάλαμα; Μου αρέσει το μικρό, περίεργο κεφαλάκι σου. Κρίμα μόνο που είσαι τόσο μικρούτσικη. Αλλά δεν είναι για τον καθένα να ‘χει ένα κεφάλι από βουλοκέρι».

Για να τα πει όμως όλα τούτα τεντώθηκε πολύ, ξεκαρφώθηκε από το μαντήλι κι έπεσε στο νεροχύτη, που η μαγείρισσα έπλενε τα πιάτα.

«Και τώρα!» είπε η καημένη. «Τώρα άντε γεια μας και καλή πορεία, φτάνει μόνο να μη χαθώ». Πράγματι χάθηκε καθώς κυλώντας με τα βρώμικα νερά από τη τρύπα του, κατάντησε να βρεθεί παρασυρμένη στο πλαϊνό αυλάκι του δρόμου.

«Είμαι πάρα πολύ καλή για τον κόσμο», μουρμούριζε μονάχη καθώς κυλούσε που και που με κάποιο δυνατότερο ρεύμα. «Αλλά εγώ ξέρω τι αξίζω και ποιά είμαι πραγματικά κι ας βρίσκομαι στο πεζοδρόμιο».

Πράγματι δεν έχασε διόλου, μήτε την αξιοπρέπεια, μήτε τη περηφάνια, αλλά και την εύθυμη διάθεσή της. Κι έβλεπε λογής-λογής πράγματα να παρασύρονται από το νερό πάνω της στο αυλάκι: άχυρα, ξυλάκια και κομμάτια παλαιών εφημερίδων.

«Δες πώς τρέχουν», απορούσε η σακοράφα. «Κι ούτε τους περνάει απ’ τον νου πως κι εγώ είμαι εδώ κάτω μαζί τους! Να, περνά ένα ξυλάκι κι άλλο δε συλλογίζεται παρά τον εαυτό του και δεν ντρέπεται σταλιά! Ιδού κι ένα άχυρο τώρα. Πώς στριφογυρίζει! Έι! έχε τον νου σου μη σκαλώσεις σε καμιά πέτρα. Να κι ένα ρετάλι από μίαν εφημερίδα. Τόσες ανοησίες που ‘τανε γραμμένες πάνω της, τώρα θα ‘χουνε κι όλας ξεχαστεί εδώ και καιρό, κι όμως θαρρεί πως είναι κάτι κι αυτό! Εγώ δε, κάθομαι εδώ ήσυχη και ταπεινή. Αλλά ξέρω τι είμαι και τι αξίζω!».

Μία μέρα έπεσε κοντά της ένα κομμάτι γυαλί από σπασμένο ποτήρι, αλλά η σακοράφα το ‘δε να λάμπει και ν’ αστράφτει, το πήρε σαν κάτι σπουδαίο κι έπιασε άνετα κουβέντα μαζί του.

«Εγώ είμαι καρφίτσα», του είπε. «Του λόγου σου είσαι διαμάντι;».

«Μάλιστα… δηλαδή όχι ακριβώς… από την ίδια οικογένεια!» και νόμιζαν και τα δυο ότι κάνανε μια σημαντική γνωριμία με κάποιο σημαντικό πρόσωπο κι άρχισαν να λένε για το τι περάσανε και τι αντιμετώπισαν από τον υπόλοιπο κόσμο, κατηγορώντας πως είναι όλοι φαντασμένοι και ξιπασμένοι κι ο τάδε κι ο δείνας.

«Έζησα στο κουτί μιας κυρίας, που ήτανε μαγείρισσα», διηγιόταν η σακοράφα. «Η κυρία αυτή είχε πέντε δάχτυλα σε κάθε χέρι. Δεν τα είχε παρά μόνο για να με βάζει και να με βγάζει απ’ το κουτί μου. Ποτέ μου δεν είδα δάχτυλα πιο φαντασμένα!».

«Βαστούσαν από καλή γενιά;» ρώτησε το γυαλί.

«Ε όχι και δα!», αποκρίθηκε η σακοράφα. «Αλλά σου είχαν ένα τουπέ, ένα καμάρι, σαν τί να σου πω! Ήταν από πέντε σε κάθε χέρι, και τα πέντε ενωμένα, αλλά το ένα ξεχώριζε από το άλλο κι είχανε και διαφορετικό μπόι, το καθένα φυσικά με τη κουταμάρα του. Το πιο κοντό και στρουμπουλό έστεκε πάντα παράμερα από τα υπόλοιπα, είχε μόνο μια άρθρωση και δεν μπορούσε να διπλοτσακίσει, όπως τα λοιπά. Κι όμως υποστήριζε περήφανα πως αν λείψει από έναν άνδρα, αυτός δε θα αξίζει για καμιά εργασία ικανοποιητικά ή για να πολεμήσει. Όταν περηφανευόταν μιλούσε Ελληνικά κι έλεγε πως τ’ όνομά του είναι «Αντίχειρ».

Το αμέσως επόμενο στη σειρά, λεπτότερο και μεσαίου μεγέθους, χωνότανε στα γλυκά για τα το γλείψουνε, δοκίμαζε και τα ξινά, οδηγούσε το μολύβι για να γράφει το χέρι, έδειχνε επίσης χωρίς να ντρέπεται και καυχιότανε για τ’ όνομά του που ήτανε «Δείκτης». Αλλά τ’ άλλα δάχτυλα του είχανε βγάλει στα κρυφά κοροϊδευτικό παρατσούκλι και το λέγανε μεταξύ τους «Λιχανό» που σημαίνει ότι γλείφει ό,τι ‘βρει και το καταφρονούσαν επειδή το ζηλεύανε.

Το τρίτο στη σειρά και το πιο ψηλό, περηφανευότανε για το μπόι του κι ήταν ο «Μέσος».

Το τέταρτο δε, πολύ πιο φαντασμένο απ’ όλα, δεν έκανε για τίποτε, αλλά στολιζότανε στη μέση με μια χρυσή ζώνη που την έλεγε «Βέρα» και τ’ όνομά του ήτανε «Παράμεσος».

Το τελευταίο δε, ήταν το πιο μικρό και λεπτότερο από τ’ άλλα και δεν ήξερε να κάνει τίποτε, εκτός να μπαίνει στο αυτί και να το ενοχλεί που και που, γι’ αυτό λεγόταν «Ωτίτης.

Και τα πέντε, άλλο δεν κάνανε παρά να καυχιούνται για τα… σπουδαία προτερήματά και τα… κατορθώματά τους τόσο, ώστε τα σιχάθηκε η ψυχή μου και τα πέντε κι έφυγα, και να τώρα βρίσκομαι εδώ που με βλέπεις».

Εκεί πάνω στη κουβέντα πριν ακούσει για τη ζωή του, ήρθε ένα ξαφνικό ισχυρό ρεύμα στο ρείθρο, το πλημμύρισε και μετά απότομα παρέσυρε μακρυά το γυαλί.

«Πάει κι αυτό», είπε θλιμμένα η σακοράφα. «Αλλ’ εγώ δε σαλεύω απ’ εδώ. Είμαι πολύ λεπτή κι αυτό δα είναι το προτέρημά μου και το καύχημά μου!». Και καθόταν εκεί περήφανη και συλλογιζότανε τα μεγαλεία της.

«Αν μου ‘λεγε κανείς ότι γεννήθηκα από μίαν ακτίνα του ήλιου δεν θα μου φαινότανε παράξενο. Είμαι τόσο λεπτή! Και στ’ αλήθεια, θαρρώ πως οι ακτίνες του με γυρεύουνε πάντα εδώ κάτω. Είμαι τόσο λεπτή, ώστε μήτε η μητέρα μου δεν μπορεί να με διακρίνει!».

Η ΣΑΚΟΡΑΦΑ (παραμύθι) - Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Μια μέρα, δυο παιδιά του δρόμου ήρθανε και σκαλίζανε στο αυλάκι, καθώς βρίσκανε που και που πότε καρφιά, πότε και κανένα χάλκινο νόμισμα.

«Ωχ!» φώναξε το ένα, γιατί ψάχνοντας απρόσεχτα, τρύπησε το δάχτυλό του με την σακοράφα κι αμέσως αναφώνησε: «Να μια σπασμένη βελόνα!».

«Επ! Με το συμπάθιο», είπε η σακοράφα, «αλλά είμαι καρφίτσα!».

Αλλά τα παιδιά δεν την άκουσαν. Της είχε πέσει το βουλοκέρι, το χρώμα της είχε γίνει κατάμαυρο, αλλά εξακολουθούσε να περηφανεύεται για την καταγωγή της.

«Να ένα σπασμένο αυγό», φώναξε το άλλο παιδί. «Ας τη βάλουμε μέσα!».

«Οι τοίχοι κάτασπροι κι εγώ μέσα μαύρη. Αυτό μου ταιριάζει», είπε η σακοράφα. «Θα δείχνω καλλίτερα εκεί μέσα στ’ αυγό!».

Το παιδί όμως δίνει μια πατησιά στο αυγό και πλατς, το σπάει!

«Αλίμονο!» φώναξε η σακοράφα. «Τί ήταν αυτό που μου ‘λαχε! Τώρα θα κακοπέσω!».

Αλλά δεν έπαθε τίποτε. Έπεσε μόνο από το αυγό και ξαπλώθηκε φαρδιά-πλατιά κατά γης… κι ίσως μάλιστα να βρίσκεται πλαγιασμένη ακόμα εκεί πέρα που ‘χει πέσει.

Η ΣΑΚΟΡΑΦΑ (παραμύθι) - Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

 

Κατηγορία: ΚΛΑΣΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΒΙΒΛΙΑ, ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ - ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ - ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ

Tags: , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *