ΤΟ ΜΟΛΥΒΕΝΙΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΚΙ (παραμύθι) – Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Share

Το μολυβένιο στρατιωτάκι

ΤΟ ΜΟΛΥΒΕΝΙΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΚΙ

Το Μολυβένιο Στρατιωτάκι (Αγγλικά: The Steadfast Tin Soldier, Δανικά: Den standhaftige tinsoldat) είναι ένα από τα γνωστότερα παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Η ιστορία μιλάει για την αγάπη ενός μικρού παιχνιδιού, ενός στρατιώτη κατασκευασμένου από μολύβι (μόλυβδο) για μία χάρτινη μπαλαρίνα. Το παραμύθι δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1838. Το Μολυβένιο Στρατιωτάκι έχει μεταφραστεί σε όλον τον κόσμο και έχει μεταφερθεί σε θεατρικές παραστάσεις, στη μεγάλη οθόνη, σε χορευτικές παραστάσεις και σε ταινίες κινουμένων σχεδίων. Θα το βρείτε και με τον τίτλο «Ο Μολυβένιος Στρατιώτης» ενώ στην Ελλάδα είχε μεταφραστεί από τον Δημήτριο Βικέλα με τον τίτλο «Ο Σταθερός Στρατιώτης».

Συγγραφή: Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
Μετάφραση: Δημήτριος Βικέλας
Εικονογράφηση: Βίλχελμ Πέντερσεν
Απόδοση: Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου (website)
Έκδοση: ebooks4greeks
Έκδοση: 2020
Μορφή: text Online

Το Μολυβένιο Στρατιωτάκι – Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Μια φορά κι ένα καιρό, ήτανε μια διμοιρία από είκοσι πέντε μολυβένια στρατιωτάκια. Ήταν αδέλφια γιατί γεννήθηκαν όλα τους από μια χουλιάρα*. Κρατούσανε τα τουφέκια επ’ ώμου και βλέπανε εμπρός ευθεία, κορδωτοί. Η στολή τους ήτανε λαμπρή, κόκκινη και πράσινη.

Οι πρώτες λέξεις που άκουσαν όταν άνοιξε το κουτί που ήτανε τοποθετημένοι ήταν: «Μολυβένιοι στρατιώτες!». Ένα παιδάκι τις έλεγε και χτυπούσε τα χεράκια του από χαρά. Ήταν δώρο για τη μέρα της γιορτής του και τα έβγαλε από το κουτί ένα-ένα και τα έστησε στη σειρά πάνω στο τραπέζι.

Όλοι αυτοί οι στρατιώτες ήταν ολόιδιοι, αλλά ένας τους, που χύθηκε τελευταίος και μάλλον δεν περίσσευε πολύ μολύβι, ήτανε μ’ ένα μισό πόδι ο καημένος. Πάντως κατόρθωνε να στέκει με το ένα του πόδι όπως κι άλλοι. Αυτός λοιπόν, ο εικοστός πέμπτος, έγινε ο πιο ενδιαφέρων και θα σας πω τώρα την ιστορία του.

Πάνω στο τραπέζι αυτό, που έστεκε κορδωτός ο στρατιώτης και τα αδέλφια του, ήτανε και διάφορα άλλα παιχνίδια. Το καλύτερο όμως από όλα ήταν ένας χάρτινος πύργος. Από τα παραθύρια του φαινότανε μέσα η αυλή. Απ’ έξω ήταν ένας μικρός γαλάζιος καθρέπτης, που σχημάτιζε λίμνη τάχα. Τριγύρω στη λίμνη ήτανε στημένα μερικά δέντρα και μέσα της κολυμπούσαν τρεις κύκνοι. Σαν σύνολο, ήταν όμορφος ο πύργος αλλά ωραιότερη ήτανε μια νεαρή κοπέλα που έστεκε μπρος στην ανοιχτή είσοδό του, φτιαγμένη από χαρτί. Φορούσε ένα θαυμάσιο τούλινο φόρεμα με μια μεταξωτή κορδέλα για ζώνη και στη μέση της είχε ένα λαμπερό τριαντάφυλλο, χάρτινο κι αυτό, αρκετά μεγάλο. Η νέα αυτή είχε απλωμένα στο πλάι και τα δυο της χέρια, σαν να χόρευε, με σηκωμένο το ένα της πόδι πίσω, αλλά τόσο ψηλά ώστε ο στρατιώτης δεν μπορούσε να το δει και νόμισε ότι κι η νεαρή είχε ένα μόνο πόδι, όπως κι αυτός. Η νεαρή, προφανώς ήτανε στο μέσον μιας χορευτικής φιγούρας μπαλέτου.

«Αυτή θα ήτανε καλή για ταίρι μου», σκεφτότανε, «αλλά το κακό είναι πως είναι μαθημένη σε μεγαλεία. Μένει στον πύργο, ενώ εγώ σε κουτί με άλλους εικοσιτέσσερις μαζί! Δεν είναι μέρος αυτό για εκείνη. Ωστόσο θα προσπαθήσω να της πιάσω κουβέντα να τη γνωρίσω καλύτερα». Και προσπαθώντας να την πλησιάσει ξαπλώθηκε φαρδύς-πλατύς πίσω από ένα καπνοδοχείο που ήτανε πάνω στο τραπέζι. Από ‘κει έβλεπε με την ησυχία του την όμορφη νεαρή, που έστεκε συνέχεια στο ένα της πόδι, χωρίς να δείχνει ότι κουράζεται.

Ο Μολυβένιος Στρατιώτης

Το βράδυ οι άλλοι εικοσιτέσσερις στρατιώτες κλείστηκαν στο κουτί τους, το δε παιδάκι κι όλη η οικογένεια πέσανε να κοιμηθούνε. Τότε τα διάφορα παιχνίδια άρχισαν να κάνουν επισκέψεις μεταξύ τους, να παίζουν και να διασκεδάζουν. Ήθελαν κι οι κλεισμένοι στρατιώτες να βγουν από το κουτί και το προσπάθησαν, αλλά δεν μπορούσαν να σηκώσουνε το σκέπασμά του. Τόσος θόρυβος γινόταν, ώστε το καναρίνι ξύπνησε στο κλουβί του κι άρχισε να κελαηδάει και να τραγουδάει.

Μόνο δυο δεν σαλεύαν από τη θέση τους: ο στρατιώτης κι η μπαλαρίνα που εξακολουθούσε να στέκει στην άκρη των δαχτύλων του ενός της ποδιού και να τεντώνει τα δυο της χέρια, ο δε στρατιώτης είχε όλη την ώρα τα μάτια του στυλωμένα πάνω της. Εκείνη την ώρα σήμανε μεσάνυχτα και τσακ! το σκέπασμα του καπνοδοχείου ανοίγει με μιας! Αλλ’ αντί καπνού είχε μέσα ένα μικρό μαύρο διάβολο. Ήτανε παιχνίδι κι αυτό και όχι κανονικό καπνοδοχείο.

Ο Μολυβενιος Στρατιωτης Αντερσεν

«Στρατιώτη!» φώναξε ο μικρός αυτός διάβολος. «Κοίτα τη δουλειά σου και μη κοιτάς τη κοπέλα!». Κι επειδή ο στρατιώτης έκανε πως δεν ακούει, συνέχισε ο διαβολάκος: «Καλά, καλά! αύριο θα δεις τι θα πάθεις».

Την άλλη μέρα ξύπνησε όλη η οικογένεια και το παιδάκι έβαλε τον στρατιώτη στο παράθυρο. Τότε ξαφνικά το παράθυρο κλείνει με βία, είτε από τον αέρα, είτε από τον μικρό διάβολο του καπνοδοχείου, κι ο στρατιώτης γκρεμίζεται με το κεφάλι στο δρόμο από το τρίτο πάτωμα. Τρομερό πέσιμο! Η περικεφαλαία και το όπλο του χώθηκαν στις πέτρες του δρόμου, το δε ποδάρι του μόλις και φαινότανε.

Το παιδάκι κατέβηκε με την οικονόμο του σπιτιού για να το βρούνε αλλά δεν μπόρεσαν να τον ανακαλύψουν, μολονότι τον πάτησαν σχεδόν. Αν φώναζε ο ανόητος: «Εδώ είμαι!» θα το βρίσκανε. Αλλά αυτός νόμισε χρέος του να μη φωνάξει δυνατά, επειδή ήτανε με τη στολή. Έμεινε λοιπόν στο δρόμο. Εκεί άρχισε να ψιχαλίζει κι η ψιχάλα έγινε σε λίγο καταιγίδα. Όταν σταμάτησε, βγήκαν έξω τα παιδιά της γειτονιάς για να παίξουν. Ένα απ’ αυτά είδε τον στρατιώτη, τον πήρε στα χέρια και φώναξε στους συντρόφους του:

«Ελάτε να το βάλουμε να ταξιδέψει».

Κάνανε λοιπόν από μια παλιά εφημερίδα μια μικρή χάρτινη βαρκούλα, στήσανε στη μέση τον στρατιώτη και ρίξανε το βαρκάκι στο νερό του αυλακιού. Πω πω! πως έτρεχε το νερό και πως κατρακυλούσε, γιατί είχε βρέξει πολύ. Έτρεχε και το βαρκάκι με το στρατιώτη, τα δε παιδιά φώναζαν, χαιρόντουσαν και χοροπηδούσαν.

Η χάρτινη βαρκούλα ανεβοκατέβαινε και τρεμόπλεε βιαστικά στο ρυάκι της βροχής. Που και που στριφογύριζε τόσο ορμητικά, ώστε η καρδούλα του φτωχού στρατιώτη, έτρεμε, αλλά δεν το έδειχνε, ούτε άλλαζε χρώματα, παρά πάντα έστεκε κορδωμένος, κοιτάζοντας εμπρός, με το όπλο του πάντα επ’ ώμου. Ξάφνου το βαρκάκι χώθηκε με βιάση στον υπόνομο κι ο στρατιώτης βρέθηκε στα σκοτεινά, σαν όταν ήτανε κλεισμένος στο κουτί.

«Πού να πηγαίνω τώρα άραγε;» έλεγε μέσα του. «Ο μικρός εκείνος διάβολος μου την έφερε μια χαρά. Ας είχα εδώ στο πλάι μου εκείνη τη νέα του πύργου κι ας ήτανε διπλάσιο το σκοτάδι! Δεν θα μ’ ένοιαζε!». Ενώ σκεφτόταν αυτά ξαφνικά παρουσιάζεται μπρος του ένας μεγάλος ποντικός:

«Το διαβατήριό σου», του λέει, «δείξε μου το διαβατήριό σου!».

Ο στρατιώτης δεν απάντησε, αλλά έσφιγγε το όπλο στα χέρια σιωπηλός. Το βαρκάκι εξακολούθησε να τρέχει εμπρός κι ποντικός έτρεξε στο κατόπι* του φωνάζοντας:

«Πιάστε τον, πιάστε τον, δεν έχει διαβατήριο! Πιάστε τον παράνομος!».

Το ρεύμα εν τω μεταξύ γινόταν όλο και πιο ορμητικό. Ο μολυβένιος στρατιώτης έβλεπε το φως της μέρας στην άκρη του υπονόμου κι άκουσε μια μεγάλη ταραχή, που δεν τη καταλάβαινε καθόλου. Εκεί που έβλεπε το φως, το νερό του υπονόμου έπεφτε από ψηλά μέσα σ’ ένα ποτάμι. Το βαρκάκι πλησίαζε στο γκρεμό κι ο δόλιος στρατιώτης δεν μπορούσε να το σταματήσει. Αυτό ανεμπόδιστο, πλησίασε κι έφτασε στην άκρη, στριφογύρισε και γκρεμίστηκε κάτω! Ο στρατιώτης τεντώθηκε όσο μπορούσε, δεν φοβήθηκε, ούτε καν ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Το βαρκάκι γέμιζε νερά κι ο στρατιώτης ήταν ως το λαιμό, το χαρτί μαλάκωσε, η βαρκούλα βυθιζόταν και τελικά δε φαινότανε πλέον ούτε χαρτί ούτε στρατιώτης. Τότε θυμήθηκε τη μικρή μπαλαρίνα του πύργου και σκέφτηκε πως δεν θα τη ξαναδεί κι ακούστηκαν στα αυτιά του οι στίχοι ενός εμβατηρίου:

Καλήν αντάμωση πολεμιστή γενναίε 
είθε η μοίρα σου να δώσει
κι από το Χάροντα το θεριστή
να σε γλυτώσει…

Μέχρι να σβήσει από τη θύμηση του ο απόηχός, η χάρτινη βαρκούλα διάλυσε κι ο καημένος ο στρατιώτης βρέθηκε αμέσως στο νερό. Καθώς βυθιζόταν όμως, τον έχαψε ολόκληρο ένα μεγάλο ψάρι. Εκεί μέσα όμως, το σκοτάδι ήτανε πολύ βαθύ, πιο βαθύ κι από τον υπόνομο αλλά κι από το κουτί του! Στο στομάχι του ψαριού, πεσμένος, αλλά πάντα σε επιφυλακή, κρατώντας το όπλο του. Το ψάρι κολυμπούσε πότε ήρεμα και πότε γοργά και με πήδους. Ξαφνικά, μετά από κάποιους απότομους πήδους, σταμάτησε εντελώς για ώρες πολλές. Ο φτωχός στρατιώτης δεν ήξερε τι συνέβαινε και προσπαθούσε να καταλάβει που άραγε να βρισκόταν. Τότε βλέπει ξάφνου το φως της μέρας κι ακούει και μια φωνή:

«Ο μολυβένιος στρατιώτης

Το ψάρι είχε πιαστεί στα δίχτυα ενός ψαρά, που το πήγε στην αγορά να το πουλήσει. Το αγόρασε η μαγείρισσα του σπιτιού με το παιδάκι και τα παιχνίδια. Αυτή όταν γύρισε και το πήγε στη κουζίνα να το καθαρίσει για το φαγητό, μέσα στη κοιλιά του βρήκε το δόλιο στρατιώτη. Τον ξέπλυνε και τον έδωσε στο παιδάκι. Αυτό εξεπλάγη με τον ταξιδιώτη και τον έβαλε πάλι στο τραπέζι, απορώντας κάπως:

«Περίεργο! Ναι αλήθεια τί τύχη να βρεθεί ξανά εδώ!»

Τότε είδε ο κουτσός και ταλαιπωρημένος στρατιώτης ότι βρισκότανε ξανά στο ίδιο τραπέζι κι αντίκρυ του πάλι είχε τον πύργο και την όμορφη μπαλαρίνα, που ακόμα στεκότανε στις μύτες του ενός της ποδιού και το άλλο το είχε σηκωμένο τελείως ψηλά στον αέρα και πίσω, πάντα σε ισορροπία κι ακούραστη. Τότε συγκινήθηκε, του ήρθανε δάκρυα στα μάτια, αλλά συγκρατήθηκε γιατί σκέφτηκε πως δεν του αρμόζει να κλαίει. Κοίταξε όμως τη νεαρή και τον κοίταξε κι εκείνη, αλλά δεν είπανε λέξη.

Ξαφνικά και χωρίς λόγο, το παιδάκι αρπάζει τον στρατιώτη και τον πετάει στη φωτιά. Δεν είπε γιατί κι ίσως εκείνος ο διάβολος του καπνοδοχείου, να του έβαλε την ιδέα. Ο καημένος ο στρατιώτης είδε τότε φως πολύ γύρω του κι ένιωσε τρομερή ζέστη, αλλά δεν ήτανε σίγουρος αν έφταιγε η φωτιά ή αγάπη του για τη μικρή μπαλαρίνα. Είχε χάσει τα λαμπερά του χρώματα, από τη μεγάλη ταλαιπωρία του ταξιδιού του, ίσως από τη θλίψη, κανείς δεν μπορεί να πει. Κοίταξε πάλι τη μικρή χορεύτρια, τον κοίταξε κι εκείνη κι ο δύστυχος αισθάνθηκε να λιώνει, αλλά ακόμα έσφιγγε κορδωτός το όπλο.

Τότε κάποια πόρτα άνοιξε απότομα, και ένα δυνατό ρεύμα παρέσυρε και τη μικρή χάρτινη χορεύτρια στη φωτιά, στο πλάι του στρατιώτη. Το φόρεμά της άναψε γοργά κι ολάκερη κάηκε αμέσως. Σε πολύ λίγο, έλιωσε κι ο μολυβένιος στρατιώτης δίπλα της.

Το πρωί η καθαρίστρια που μάζεψε τις στάχτες, βρήκε μονάχα μια μολυβένια καρδιά και δίπλα ένα μισοκαμένο και κατάμαυρο τριαντάφυλλο. 

Έτσι τελειώνει, η θλιβερή αυτή ιστορία του μικρού μολυβένιου στρατιώτη και της πανέμορφης μπαλαρίνας που χάθηκαν μαζί στις φλόγες!

____________________
* Χουλιάρα: κουτάλι, εκ του αρχ. κοχλιάριον νεοελ. χουλιάρι. Εδώ πρόκειται για σκεύος που μοιάζει με κουτάλι και χύνει το λιωμένο μέταλλο σε φόρμες με σχήματα, για να πάει το σχήμα της φόρμας και να δημιουργηθεί κάποιο αντικείμενο, -εδώ το παιχνιδάκι.

* κατόπι: πίσω από

Κατηγορία: ΚΛΑΣΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΒΙΒΛΙΑ, ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ - ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ - ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ

Tags: , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *