«Επισκέπτης Άγγελος» του Γιώργου Δελιόπουλου / Κριτική βιβλίου ✍

Share

Επισκέπτης Άγγελος - Γιώργος Δελιόπουλος

 

✍ γράφει ο Κώστας Ταπεινός,
12/4/2019

 

Το βλέμμα του ποιητή πέφτει με την αφέλεια του φωτός παντού, σαν το αγγελικό.
Με δεκτικότητα τόση, που ίχνη δεν θα υπήρχαν αν δεν γίνονταν ποιήματα.

Η θέρμη του μεγάλη, γίνεται αντιληπτή στιγμιαία όπου ακουμπήσει. Όμως κι η συστολή του απέραντη, ώστε όταν τα πράγματα τη νιώσουν και σαλέψουν, εκείνος πετά μακριά με φόβο. Κι όταν νικήσει αυτό το φόβο και κατέβει στη αγορά του κόσμου: “Εκεί κρυμμένα βλέμματα/ θα μου φορτώσουν χρόνια/ κι ακονισμένες λέξεις/ θα μου κόβουν τα φτερά”.

Η φωνή στο αρκτικό ποίημα της συλλογής καθώς αυτοσυστήνεται, επιχειρεί να μάς εισάγει στην κατάστασή της, στις συνέπειες μιας απόφασης. “Απόψε θ’ αποκοιμηθώ/ με ανοιχτά παράθυρα”, “κι αρπάζοντας τον ήλιο/ να κατεβώ σαν Άγγελος/ στην αγορά του κόσμου”. Ο τόνος της είναι άμεσος, ορμητικός, πιεστικός προς ένα πρότερο αναποφάσιστο εαυτό, υποψιασμένο για ένα βάρος δυσβάσταχτο που καραδοκεί στην αγορά του κόσμου. Το μήνυμά της είναι ξεκάθαρο; Ευτυχώς όχι. Αφού ήδη γνωρίζουμε από το “σαν” της ποιά είναι και ποιοί είμαστε: καλεσμένοι ενός επισκέπτη που δεν είναι καν ´Αγγελος.

Παλαιότερα ο Σεφέρης στο Μυθιστόρημα περίμενε τον Άγγελο και δεν αποτολμούσε τα φτερά του. Κι ο Ελύτης πολλά χρόνια αργότερα στο Εικόνισμα (Ελεγεία της Οξώπετρας) παρέμεινε ουσιαστικά απλός παρατηρητής: “Πού ν’ άγγιξε άγγελος…”. Τριγύρω στα ερείπια απορημένοι κι ανήμποροι, παραδομένοι σε μια αναπόφευκτη μοίρα. Ο Δελιόπουλος τολμά, ομολογώντας μια ήττα: “δεν θα μπορώ να φύγω”. Κι όμως δεν τον πιστεύουμε. Δεν τον νιώθουμε ηττημένο. Η ομολογία αυτή μας κρατά μαζί του. Οι στιβαγμένες σε στίχους φωνές πίσω από το προοίμιο πρέπει κάτι να διατείνονται.

Στον Επισκέπτη Άγγελο, η φωνή του ποιητή εκφράζει μια ψυχή σε ηλικιακή ωριμότητα. Γίνεται ξεκάθαρα ορατή η εμπειρία και η τριβή με ανθρώπους, σχέσεις, πτώσεις και παλινορθώσεις. Κύριο χαρακτηριστικό είναι η σύγκρουση. Μια σύγκρουση φυσικά εσωτερική, άηχη κι αταίριαστη με τη αστική τύρβη, που βρίσκει τελικά τη μορφή και την υπόστασή της μόνο μέσα στον ποιητικό λόγο.

Συχνά ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως παρακολουθεί έναν απολογισμό ζωής ο οποίος εξυφαίνεται πάνω σε πικρίες, απογοητεύσεις και αναπάντητα ερωτηματικά. Κυρίως όμως αποκομίζει ένα αίσθημα βαθιάς απομόνωσης που τον κάνει να αναζητά τα αίτιά της στην έλλειψη επικοινωνίας.

Αδυναμία επικοινωνίας και μόνωση όπως βιώθηκε στον εικοστό και που περνά στον εικοστό πρώτο αιώνα. Η πιο σπαρακτική μορφή της έλλειψης αυτής είναι η αδυναμία ενός ανθρώπου να μοιραστεί: “Τοκογλύφος: (…) Όμως εσύ έλειπες πάντα απ’ το πλάι μου/ και ήρθες τώρα να δανείσεις ευτυχία/ βάζοντας τόκο την ανάπηρη ζωή μου”. “Το μαγαζί του τρελού: Στο μαγαζί του ο τρελός/ πουλάει αναμνηστικά/ και ομοιώματα συναισθημάτων/ πάμφθηνους έρωτες/ για λίγες άδειες αγκαλιές/ περαστικές χαρές/ για λίγα σκόρπια γέλια/ και την αγάπη του/ για μια ολόκληρη ζωή./ Ποιός θα την πάρει άραγε;”.

Η περιήγηση στους δρόμους της Αγοράς είναι η βασική επιδίωξη του ποιητή. Μέλημά του η αποκρυπτογράφηση των συμπεριφορών. Ο χώρος δεν μπορεί να είναι άλλος από τον κοινωνικό, εκεί όπου συντελούνται τα δράματα και ενυπάρχουν κωδικοποιημένες οι αιτίες αναμένοντας να διαβαστούν. Από την απορία της απέραντης μοναχικότητας του ενός και την αδυναμία της επικοινωνίας, ο ποιητής εφορμά για να ανακαλύψει και να εξηγήσει με ό,τι δυνάμεις διαθέτει, τις αιτίες αυτής της κατάστασης. Η όλη ατμόσφαιρα της συλλογής υπονοεί λιγοστά μέσα. Μικρό καράβι στον απέραντο ωκεανό πράξεων, δράσεων και αναβολών.

Η βασική δομή του βιβλίου διακρίνεται σε τρία μέρη. Εύγλωττα ο ποιητής με τους τίτλους στο κάθε μέρος μας καθοδηγεί και μας προϊδεάζει για το σκηνικό. Είναι κι αυτό ένα χαρακτηριστικό της ποίησής του. Η σαφήνεια και η ακρίβεια της έκφρασης. Θέτει συγκεκριμένα νοηματικά όρια για να εκφράσει με τον ίδιο σταθερό τρόπο αυτό που ένιωσε και νιώθει. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι ο ποιητής δεν βρίσκεται σε στάδιο αναζητήσεων αλλά έχοντας ήδη ωριμάσει και βρει την ταυτότητά του, τα βλέπει όλα μέσα από το φίλτρο αυτό.

Η ποιητική συλλογιστική του Δελιόπουλου αναπτύσσεται μέσα στο βιβλίο γραμμικά. Στο ποιητικό του μικροσκόπιο βρίσκεται ο ίδιος ο άνθρωπος στην – υποτιθέμενη ή μη- αυτονομία του. Η απογοήτευση των χρόνων που περνούν και τα περιθώρια που στενεύουν. Το περίσσευμα συναισθημάτων και αγάπης που παραμένει στα αζήτητα. Όπως στο Μαγαζί του Τρελού, που κάποιος προσφέρει και δεν υπάρχει κανείς να ωφεληθεί, ενώ ακολουθεί το ποίημα Κάπου Αλλού όπου εδώ κάποιοι αναζητούν την αγάπη και δεν τη βρίσκουν: μια τραγωδία.

Το πεσιμιστικό μοτίβο συνεχίζεται σε όλη τη σειρά των ποιημάτων: στο Μικρό Φλεβάρη η αναζήτηση της χαμένης ημέρας αποδεικνύεται ιδιαίτερα κοπιώδης και απαιτητική. Στον Προδομένο Μάη οι ημέρες της απελπισίας συνεχίζονται, οι κακοκαιρίες εξακολουθούν. Η αγορά των ανθρώπων εξακολουθεί να είναι ένα κολαστήριο. Και στη Σκόνη του Αύριο, όλες οι ελπίδες είναι χωμένες κάπου, ουσιαστικά χαμένες αφού η ανάγκη να εμφανιστούν είναι μεγάλη. Τα σώματα και οι ψυχές αιμορραγούν κι έχουν μέλλον δυσοίωνο: η άγνωστη σκόνη εισβάλλει κι οι απαντήσεις είναι κρυμμένες κάπου, όπου κανείς δεν σκέφτεται να δει: “Είναι βαθιά χωμένα όλα κάτω απ’ το χαλάκι της εισόδου, εκεί που δεν κοιτά ποτέ κανείς”.

Στο Φόβο των Δέντρων οι εισβολείς είναι ακράτητοι, όποιοι κι αν είναι. Οι φόβοι γιγαντώνονται, όμως αρχίζει να διαφαίνεται και μια διάθεση αντίδρασης. Η οργή θρέφεται πολύ καιρό τώρα και έρχεται η στιγμή της αντεπίθεσης: “έφθασε η ώρα/ να καούν οι ρίζες που ληστεύουν το νερό μου”.

Το φως της ελπίδας έρχεται με τον έρωτα. Η Αναγκαία Υπόσχεση δεν ερμηνεύεται παρά σαν μια ευχή. Ο απελπισμένος προσπαθεί να πιαστεί απ’ όπου μπορεί να εύχεται. Δημιουργεί μια ιδανική εικόνα και δέεται σε αυτή. Κάποτε γίνεται και ειδωλολάτρης. Η Παρηγοριά είναι η συνέχεια της αναγκαίας υπόσχεσης όπου πλέον γαλουχείται ο θριαμβικός έρωτας. Ο σαρκικός, ο απτός, ο πραγματικός.

Στο σημείο αυτό ο αναγνώστης ίσως περίμενε πως ξεκινά μια μετάβαση προς μια άλλη φωτεινότερη δυνατότητα του ανθρώπου. Πως πλέον ο ποιητής έχει να δώσει μια πρόταση, βγαλμένη από μια υπόθεση έστω, που θα έσπαγε την άτεγκτη γραμμική ανάπτυξη του προβληματισμού του.
Όμως και στα επόμενα δύο μέρη της συλλογής, που επιγράφονται Λόγος και Καθρέφτης, επαναλαμβάνεται το ίδιο τοπίο της αποξένωσης, όπου ο άνθρωπος προσπαθεί να διατηρήσει την ατομικότητα και να αντιμετωπίσει την αποτυχία.

Στο ποίημα Ποιητική, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το μένος ενάντια στη σύμβαση που συνιστά όχι μόνο μια μέθοδο γραφής αλλά ασφυκτικότητα κανόνων μιας ζωής που δηλώνεται ρητά. Όπως η ζωή ασφυκτιά μέσα σε ανάλγητους κανόνες, το ίδιο και η ποίηση. Δεν υπάρχουν κανόνες που ελέγχουν τα πρωτοφανέρωτα συναισθήματα, αλλά αυτά είναι που αλλάζουν, τροποποιούν και δημιουργούν νέους κανόνες, νέους συμβολισμούς, φέρνουν νέα δεδομένα. Εκφράζεται το παράπονο για το γεγονός της επιδερμικότητας με την οποία αντιμετωπίζεται η ιδιαιτερότητα του ατόμου: “Βιάζεσαι διαρκώς να τελειώσεις”. Παράπονο για τη φρενίτιδα της σύγχρονης ζωής που δεν λέει να κοπάσει, να μπορέσει να ευδοκιμήσει η σκέψη και η κρίση.

Στους Ενόχους Στίχους, η μόνη ελπίδα της αλήθειας είναι το θάρρος του ποιητή. Ο ποιητής που δεν φοβάται να μιλήσει, που μπορεί να πει τα πάντα με τους στίχους του και που δεν κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του. Η μόνη ελπίδα να ακουστεί μια αλήθεια, αν εκφραστούν αιτίες και αποτελέσματα βρίσκεται στο έργο του ποιητή. Εκείνος είναι που βάζει τα πράγματα στη θέση τους, δηλαδή τα προβάλλει στις σωστές τους διαστάσεις. Όχι γόος και κραυγή για τα τετριμμένα, αλλά για το πραγματικό κακό. Ο ποιητής οδηγεί στην ευθυκρισία. Δεν είναι ο λόγιος που επαναλαμβάνει διδάγματα μιας άλλης εποχής, ξένα στον άνθρωπο της σύγχρονης ζωής, αλλά που έρευνα το νέο, τη νέα ανάγκη και στηλιτεύει τα παλιά εγκλήματα χωρίς να ξεχνά: “ οι στίχοι του ξυράφια μάς πονούν/ ανοίγουν τις κλειστές πληγές/ κι όλο θυμίζουν/ τα παλιά εγκλήματα/ που σβήνουμε απ’ τη μνήμη”.

Στον Επισκέπτη Άγγελο, ο Δελιόπουλος δημιούργησε μια ποιητική γραφή που αγκαλιάζει τον οποιοδήποτε αναγνώστη. Κατόρθωσε να μην τον υπερνικήσει η άριστη και βαθιά γνώση της ελληνικής γλώσσας δημιουργώντας μνημειακού τύπου ποιήματα που δεν διαβάζονται και που τους λείπει η θέρμη της απόλαυσης.

Η τεχνική του σέβεται τον αναγνώστη. Οι μορφολογικές του επιλογές, το σταμάτημα της αναπνοής, ο ρυθμός δεν κουράζουν καθόλου. Έχει δώσει έμφαση στη δομή χωρίς εκζήτηση ακόμα και στο μέγεθος της συλλογής, η οποία μπορεί σε πολλά σημεία να θεωρηθεί συνθετικό ποίημα. Όμως τα περισσότερα ποιήματα διατηρούν την αυτονομία τους.

Παρόλα αυτά το βιβλίο είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ομοιογενές ως προς τη θεματική του, κι αυτό το αίσθημα του συμπαγούς το καθιστά σημείο αναφοράς στη συνείδηση του αναγνώστη ώστε να αναφέρεται στο βιβλίο ως όλον παρά σε μεμονωμένα ποιήματα.

Στον Επισκέπτη Άγγελο υπάρχει η βαθιά επιθυμία για αγνότητα. Υπάρχει μέσα στις προσπάθειες για ζωή, η γέννηση ενός πλάσματος αγνού. Αυτό προσπαθεί ο ποιητής να προφυλάξει. Όποιο κι αν είναι αυτό: ο Ίδιος ή ο Άλλος: “Λόγια στο Τζάκι (…) Δεν θέλω οι καμένες λέξεις κάθε λογής ανθρώπων να μαυρίσουν τα λευκά φτερά, που με κόπο σού ετοίμασα για δώρο”.

 


Κατηγορία: ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΒΙΒΛΙΩΝ & ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Tags: ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *