Ο ΜΙΚΡΟΣ ΚΛΑΟΥΣ ΚΑΙ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΛΑΟΥΣ (παραμύθι) – Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Share

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΚΛΑΟΥΣ ΚΑΙ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΛΑΟΥΣ (παραμύθι) – Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΚΛΑΟΥΣ ΚΑΙ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΛΑΟΥΣ

Ο μικρός Κλάους και ο μεγάλος Κλάους (Αγγλικά: Little Claus and Big Claus, Δανέζικα: Lille Claus og store Claus) είναι μια ιστορία του Δανού συγγραφέα Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (1805–1875), που δημοσιεύθηκε το 1835 στην πρώτη δόση του βιβλίου Fairy Tales Told for Children, (Δανέζικα: Eventyr fortalte for børn. Første Samling). Στην Ελλάδα είχε μεταφραστεί από τον Δημήτριο Βικέλα με τίτλο «Οι δυο Κλώσοι». Το παραμύθι σε αντίθεση με όσα έχουμε συνηθίσει από τον Άντερσεν είναι αρκετά σκληρό και δεν ενδείκνυται για μικρά παιδιά. Οι πρώτες κριτικές δεν ήταν καθόλου θετικές όπως για παράδειγμα εκείνη που δημοσιεύθηκε ανώνυμα στην Δανέζικη εφημερίδα Dannor το 1836: «Κανείς δεν μπορεί εύλογα να ισχυριστεί ότι ο σεβασμός στη ζωή μεταξύ των παιδιών ενθαρρύνεται από την ανάγνωση τέτοιων ιστοριών, όπου ο μεγάλος Κλάους σκοτώνει τη γιαγιά του και ο μικρός Κλάους σκοτώνει τον μεγάλο…»

Συγγραφή: Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
Μετάφραση: Δημήτριος Βικέλας
Απόδοση: Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου (website)
Έκδοση: ebooks4greeks
Έκδοση: 2020
Μορφή: text Online

(το παραμύθι δεν είναι κατάλληλο για μικρά παιδιά)

Μια φορά κι ένα καιρό, δυο χωρικοί συνονόματοι κατοικούσαν στο ίδιο χωριό. Το όνομα τους ήτανε Κλάους αλλά ο ένας είχε τέσσερα άλογα, ενώ ο άλλος μόνο ένα και για να τους ξεχωρίζουν οι άλλοι χωρικοί, εκείνον με τα τέσσερα άλογα τον έλεγαν «μεγάλο Κλάους» και τον άλλον «μικρό Κλάους».

Τώρα θα σας διηγηθώ τι έγινε με αυτούς τους δυο, αφού πρώτα σας πω ότι στον τόπο τους κείνη την εποχή οργώνανε τη γη με τα άλογα κι όχι με τα βόδια.

Λοιπόν έξι μέρες τη βδομάδα ο μικρός Κλάους είχε συμφωνήσει να οργώνει τα χωράφια του μεγάλου και να του δανείζει και το δικό του άλογο. Τη Κυριακή όμως, ο μεγάλος Κλάους με τα τέσσερά του άλογα βοηθούσε τον μικρό στο όργωμα στο δικό του χωράφι. Κι όπως κέντριζε τα πέντε ο μικρός στη δουλειά πάνω, τα είχε σαν δικά του, ο ήλιος έκαιγε κι οι άλλοι χωρικοί που περνούσανε ντυμένοι με τα καλά τους να πάνε στην εκκλησία, βλέπανε τον μικρό Κλάους να οργώνει το χωράφι του καταχαρούμενος.

– «Εμπρός και τα πέντε μου!» τους φώναζε καθώς τα οδηγούσε, ενθουσιασμένος.

– «Γιατί φωνάζεις και τα πέντε μου;» του έλεγε ο μεγάλος Κλάους. «Το ένα μόνο είναι δικό σου μη το ξεχνάς».

Αλλά μετά από λίγο ο μικρός Κλάους στον ενθουσιασμό του ξεχνούσε ότι δεν έπρεπε να το λέει και φώναζε. «Εμπρός όλα μου τ’ άλογα!»

– «Μη σε ξανακούσω να το πεις άλλη φορά», φώναξε θυμωμένος ο μεγάλος Κλάους, «γιατί θα με κάνεις να κοπανήσω μια στο κεφάλι του αλόγου σου, να το σκοτώσω και να μη το έχεις μήτε αυτό!».

– «Εντάξει, δεν το ξαναλέω», είπε ταπεινά ο μικρός Κλάους. Αλλά ύστερα, που επέστρεφαν οι χωρικοί από την εκκλησία και τους καλημέριζαν, ο μικρός Κλάους έλεγε από μέσα του: «Τί θα λένε για μένα τον άρχοντα που με βλέπουνε να οργώνω το χωράφι μου με πέντε άλογα!».

Και πάλι ενθουσιαζόταν και φώναζε:
– «Δυνατά οργώστε πέντε μου άλογα»!

– «Τώρα να σου δείξω εγώ», του λέει θυμωμένος ο μεγάλος Κλάους και παίρνει το τσεκούρι και κοπανάει μια δυνατή στο κεφάλι του αλόγου του μικρού Κλάους και το σκοτώνει.

– «Αλίμονο!» είπε αυτός, «Τώρα δεν έχω άλογο!» κι άρχισε να κλαίει.

Ο μικρός Κλάους και ο μεγάλος Κλάους

Αφού έκλαψε για το άλογό του, αποφάσισε να πουλήσει το δέρμα του για να βγάλει τουλάχιστον μερικά χρήματα. Το έβαλε λοιπόν σ’ ένα σακί, το κρέμασε στη ράχη και κίνησε να πάει στη πόλη να το πουλήσει.

Η πόλη ήτανε μακρυά κι ο δρόμος περνούσε από ένα σκιερό και σκοτεινό δάσος, ο καιρός χάλασε στη διαδρομή, έτσι έχασε το δρόμο του κι ώσπου να τον βρει πάλι, είχε νυχτώσει και δεν πρόφταινε πια ούτε στη πόλη να πάει, ούτε στο χωριό να γυρίσει. Εκεί κοντά στο δρόμο του πρόσεξε πως υπήρχε ένα σπίτι γεωργού. Τα παράθυρα ήταν κλειστά απ’ έξω, αλλά μέσα από τις γρίλιες έβγαινε φως.

«Ίσως με αφήσουν να περάσω τη νύχτα μου εδώ», σκέφτηκε και χτύπησε τη πόρτα του γεωργού. Η νοικοκυρά που του άνοιξε, όταν άκουσε τι ζητάει, του είπε να πάει στο καλό, γιατί ο άντρας της ήταν έξω και δεν ήθελε να δεχθεί ξένον άνθρωπο και του έκλεισε τη πόρτα.

Εκεί απ’ έξω ήτανε μία στοίβα χόρτου και μεταξύ της στοίβας και του σπιτιού ήταν ένα μικρό κτίσμα με καλαμένια σκεπή. «Θα κοιμηθώ εκεί στη σκέπη», σκέφτηκε ο μικρός Κλάους «για να μη με δαγκώσει τη νύχνα κάποιο άγριο ζώο». «Δεν πιστεύω να κατέβει κανένας πελαργός να μου δαγκώσει το πόδι τη νύχτα», διότι παρατήρησε πως ένας πελαργός είχε εκεί παρά πέρα τη φωλιά του.

Ανέβηκε λοιπόν στη σκέπη του πρόχειρου αυτού κτίσματος και βολεύτηκε όσο καλλίτερα μπορούσε για να κοιμηθεί. Από κει πάνω μπορούσε να βλέπει τι γινότανε στο σπίτι γιατί τα παντζούρια δεν φτάναν ως πάνω στα τζαμόφυλλα. Είδε λοιπόν ένα μεγάλο και καλοστρωμένο τραπέζι με κρασί, κρέας ψητό κι ένα μεγάλο ψάρι. Στο τραπέζι καθόταν η γυναίκα του γεωργού κι ένας καλόγερος. Η νοικοκυρά κερνούσε κρασί στο ποτήρι του καλόγερου κι αυτός άπλωνε το χέρι με το πιρούνι στο ψάρι κι έδειχνε να το απολάμβανε πολύ.

«Αχ, να είχα κι εγώ ένα κομμάτι!», είπε μέσα του κι έσκυψε να βλέπει καλύτερα κι είδε παρέκει μίαν ωραία πίτα. «Ψυχή μου! Τι ωραίο φαγοπότι!» Εκείνη την ώρα ακούστηκε κι ο καλπασμός ενός αλόγου. Ήταν ο γεωργός που επέστρεφε. Ήταν αξιόλογος άνθρωπος, αλλά δεν άντεχε με τίποτα να βλέπει καλόγερους. Άμα έβλεπε καλόγερο γινότανε φωτιά και λαύρα.

Γι’ αυτό το λόγο και ο καλόγερος πήγε για επίσκεψη ενώ ο γεωργός έλειπε, κι η νοικοκυρά του έβαλε ό,τι καλλίτερο είχε. Αλλά όταν άκουσαν τον καβαλάρη, τους έπιασε πανικός και τους δυο. Η κυρά παρακάλεσε τον καλόγερο να κρυφτεί μέσα σ’ ένα μεγάλο μπαούλο κι αυτός χώθηκε μέσα, γιατί γνώριζε καλά τον οικοδεσπότη και την οργή του και φοβήθηκε. Τα φαγητά και το κρασί τα έκρυψε βιαστικά μέσα στο φούρνο, γιατί αν τα έβλεπε ο άντρας της θα τη ρωτούσε και θα καταλάβαινε ότι κάτι τρέχει.

Ο μικρός Κλάους τα είδε όλα αυτά, λυπήθηκε για το κρύψιμο των φαγητών κι αναστέναξε. Ο γεωργός άκουσε τον αναστεναγμό του και του φώναξε:

–  «Ποιός είναι εκεί πάνω;». Και τότε είδε τον μικρό Κλάους. «Τί θέλεις εκεί; Έλα κάτω!»

Ο μικρός Κλάους

του είπε ποιός ήταν και πώς έχασε το δρόμο του και τον παρακάλεσε να τον αφήσει να περάσει τη νύχτα στο σπίτι του.

– «Και βέβαια», του απάντησε ο γεωργός, «αλλά πρώτα να τσιμπήσουμε κάτι ε; Τί λες;».

Η γυναίκα τους δέχθηκε πολύ καλά και τους έστρωσε το τραπέζι βάζοντάς τους ψωμί και τυρί. Ο άντρας της πεινούσε πολύ κι έτρωγε με όρεξη. Αλλά του μικρού Κλάους ο νους ήτανε στο ψητό, το ψάρι και το κρασί, που ήτανε κρυμμένα στο φούρνο. Μπροστά του κάτω από το τραπέζι, έβαλε το σακί με το δέρμα του αλόγου και το πατούσε και το δέρμα έτριζε μέσα.

– «Τί έχεις στο σακί σου;» τον ρώτησε όλος περιέργεια ο γεωργός.

– «Έχω μια μάγισσα», αποκρίθηκε ο μικρός Κλάους, «και μου λέει να μη τρώμε ψωμί και τυρί κι ότι αυτή μας γεμίζει το φούρνο με ψητό, με ψάρι και με πίτα».

– «Τί μου λες!» φώναξε ο γεωργός και τρέχει στο φούρνο, τον ανοίγει και βρίσκει όλα τα καλά φαγητά όσα είχε κρύψει η γυναίκα του.

Ο γεωργός πίστεψε πως ήταν μάγια και ενθουσιάστηκε! Η γυναίκα του δεν τόλμησε να πει λέξη, αλλά έβαλε στο τραπέζι πάνω τα φαγητά κι οι δυο άντρες καλόφαγαν με όρεξη. Αφού φάγανε αρκετά, ο μικρός Κλάους πάτησε πάλι το σακί και το δέρμα έτριξε.

– «Τί σου λέει τώρα;” τον ρώτησε ο γεωργός όλος περιέργεια.

-“Λέει πως αν θέλουμε κρασί θα το βρεις στη γωνιά πίσω από το φούρνο”.

Η καημένη η νοικοκυρά αναγκάστηκε να τους φέρει και το κρυμμένο κρασί, ο δε γεωργός ήπιε καλά κι ευθύμησε κι ήθελε να δει τί δαίμονα είχε μέσα στο σακί ο μικρός Κλάους.

– «Μπορεί η μάγισσά σου να μας φέρει εδώ το διάβολο;» ρώτησε. «Ήθελα να τον έβλεπα τώρα που είμαι σε καλή διάθεση».

– «Βέβαια», απάντησε ο μικρός Κλάους. «Η μάγισσά μου κάνει ό,τι κι αν θελήσω». Και πάτησε το σακί να τρίξει το δέρμα.

– «Μου λέει ναι! Αλλά είναι άσχημος και καλλίτερα να μη τον δεις».

– «Ω! δε φοβάμαι. Πώς να μοιάζει τάχατε;»

– «Θα είναι ίδιος σαν καλόγερος».

– «Α!» είπε ο γεωργός, «αυτό δεν μου αρέσει, το έχω για κακό να βλέπω καλόγερους… αλλά ας είναι, αφού ξέρω πως θα είναι ο διάβολος θα τον δω, μόνο να μη με πλησιάσει».

– «Α! Για να ρωτήσω τη μάγισσα», είπε ο μικρός Κλάους, πάτησε το σακί κι έσκυψε τάχα ν’ ακούσει τί θα του πει.

– «Τί λέει, τί λέει;»

– «Λέει πως αν ανοίξεις κείνο ‘κει το μεγάλο μπαούλο, θα βρεις μέσα το διάβολο κουβαριασμένο, αλλά να κρατάς καλά το καπάκι του, μη σου ξεφύγει».

– «Έλα να με βοηθήσεις», είπε ο γεωργός. Πήγε στο μπαούλο, που η γυναίκα του είχε κρυμμένο τον καλόγερο, που καθόταν εκεί μέσα στριμωγμένος και κατατρομαγμένος. Ο γεωργός άνοιξε λίγο το καπάκι και κοίταξε κλεφτά μέσα.

Οι δυο Κλώσοι

«Ω!» φώναξε και πήδηξε πίσω. «Τον είδα! Τρομερό πράγμα!».

Ύστερα καθίσανε πάλι στο τραπέζι και συνεχίσανε να πίνουνε το κρασάκι τους. Σε κανά-δυο ποτηράκια μετά, του λέει ο γεωργός:

– «Θέλω να μου πουλήσεις τη μάγισσά σου. Σου δίνω όσα κι αν μου ζητήσεις κι αμέσως μάλιστα».

– «Δεν μπορώ», απάντησε ο μικρός Κλάους, «βλέπεις πόσο μου χρησιμεύει».

– «Ω! δώσε μου τη, σε παρακαλώ, θα σου δώσω ένα τσουβάλι χρήματα», επέμεινε ο άλλος με ικετευτικό βλέμμα.

– «Καλά», είπε τελικά ο μικρός Κλάους, «αφού είχες τη καλοσύνη να με φιλοξενήσεις, πάρε τη με τόσα χρήματα που δίνεις, αλλά τα θέλω τώρα».

– «Αμέσως», είπε ο γεωργός, «αλλά με τη συμφωνία να πάρεις μαζί σου και το αυτό το μπαούλο. Δεν θέλω να το έχω εδώ. Ποιός ξέρει; μπορεί να είναι ακόμη μέσα ο διάβολος».

Ο μικρός Κλάους έδωσε στο γεωργό το σακί με το δέρμα, πήρε κι ένα τσουβάλι χρήματα, ο δε γεωργός του ‘δωσε και ένα μικρό κάρο για να μεταφέρει τα χρήματα και το μπαούλο με το… διάβολο-καλόγερο.

Ο μικρός Κλάους τους αποχαιρέτησε και πήρε το δρόμο της επιστροφής.

Στην άλλη άκρη του δάσους ήταν ένας βαθύς ποταμός. Το ρεύμα του ήταν ισχυρό και ζαλιζότανε κανείς και μόνο να το κοιτά. Υπήρχε μια όμορφη γέφυρα στη μέση κι ο μικρός Κλάους σταμάτησε στη μέση της κι άρχισε να μονολογεί δυνατά, για να τον ακούσει ο καλόγερος:

–  «Τώρα τί να το κάμω τούτο το μπαούλο; Είναι βαρύ σαν να ‘τανε γεμάτο πέτρες. Θα κουραστώ και να το σύρω ακόμη. Θα το ρίξω στον ποταμό κι αν μου το περάσει το ρεύμα καλώς. Αν όχι…. ήτανε γραφτό». Και με το ένα του χέρι το έσυρε για να το ρίξει τάχα στο ποτάμι.

– «Μη, μη!» φώναξε ο καλόγερος από μέσα, «άσε με να βγω»!

– «Α!» είπε ο μικρός Κλάους τάχα τρομαγμένος. «Μέσα είναι ακόμα ο διάβολος! Να το ρίξω στο ποτάμι αμέσως, να τον πνίξω!»

– «Όχι, όχι! σου δίνω ένα τσουβάλι χρήματα αν με αφήσεις να βγω».

– «Τότε αλλάζει το πράγμα», είπε ο μικρός Κλάους κι άνοιξε το μπαούλο.

Ο καλόγερος πετάχτηκε έξω, πέταξε με μανία το μπαούλο στο ποτάμι και πήγανε μαζί με τον μικρό Κλάους στο κελί του και του έδωσε το τσουβάλι με τα χρήματα που του είχε υποσχεθεί.

Όταν ο μικρός Κλάους επέστρεψε στο χωριό του, άδειασε όλα τα χρήματα που ΄χε κερδίσει, στο πάτωμα της καλύβας του, κάνοντας ένα μεγάλο σωρό.

– «Καλά το πούλησα ελόγου μου, το δέρμα του αλόγου μου», είπε ρυθμικά. «Ο μεγάλος Κλάους θα σκάσει από το κακό του, όταν μάθει τα κέρδη μου. Αλλά δεν θα του τα δείξω αμέσως».

Έστειλε λοιπόν στον μεγάλο Κλάους ένα παιδί και του ζήτησε δανεική μια ζυγαριά για να ζυγίσει κάτι.

«Τί να θέλει να ζυγίσει;» σκέφτηκε ο μεγάλος Κλάους. Του ήρθε η ιδέα να ικανοποιήσει τη περιέργειά του αλείφοντας με πίσσα τον πάτο της ζυγαριάς, να κολλήσει μέσα λίγο από ό,τι μετρούσε ο μικρός Κλάους.

Και πράγματι, όταν την πήρε πίσω βρήκε κολλημένα στον πάτο τρία ασημένια νομίσματα.

«Ω! Τί είναι τούτο!» ξεφώνισε κι έτρεξε αμέσως στο σπίτι του μικρού Κλάους.

– «Πού βρήκες τόσα χρήματα;»

– «Πούλησα χθες το δέρμα του αλόγου μου» είπε ο μικρός Κλάους και του έδειξε όλα τα χρήματα.

– «Ε λοιπόν, δεν ήξερα πως αξίζει τόσα χρήματα το δέρμα του αλόγου!» είπε ο μεγάλος Κλάους κι αμέσως τρέχει στο σπίτι του παίρνει το τσεκούρι και σκοτώνει και τα τέσσερα άλογα του. Έπειτα τα γδέρνει, πηγαίνει με τα δέρματα στη πόλη και διαλαλούσε στους δρόμους:

«Δέρματα! Δέρματα! Ποιός αγοράζει δέρματα!»

Οι τσαγκάρηδες κι οι βυρσοδέψες σπεύδανε και ρωτούσανε πόσα θέλει.

– «Ένα πουγκί ασημένια το καθένα», τους απαντούσε αυτός.

– «Τρελός είσαι;» του λέγανε. «Μήπως θαρρείς πως τα ‘χουμε με το τσουβάλι τα λεφτά;»

Αλλά κείνος το βιολί του, διαλαλούσε: «Δέρματα! Δέρματα!» κι απαντούσε τα ίδια σε όλους όσους τον ρωτούσανε πόσο τα πουλάει.

– «Μας κοροϊδεύει», άρχισαν τότε να λένε οι αγοραστές και τον αρχίσανε στο κυνήγι κι όπου τον πετυχαίνανε, του ρίχναν οι τσαγκάρηδες με τα λουριά κι οι βυρσοδέψες με τις ποδιές τους ξυλιές και για να τον περιπαίξουνε του φωνάζανε:

«Δέρματα! Να σου κάνουμε μεις το πετσί σου όπως σου αξίζει καημένε! Έξω από τη πόλη μας παλιάνθρωπε!»

Κι έτσι έφυγε κακήν-κακώς ο μεγάλος Κλάους, καταδαρμένος και πονεμένος.

«Θα μου το πληρώσει ο μικρός Κλάους», έλεγε από μέσα του σ’ όλη την επιστροφή. «Θα τον σκοτώσω!».

Στο χωριό τώρα, κείνη τη μέρα είχε πεθάνει η γιαγιά του μικρού Κλάους. Ήτανε κακή κι ανάποδη γριά αλλά ο εγγονός της τη λυπήθηκε, την έβαλε στο κρεβάτι του και τη σκέπασε ζεστά-ζεστά με την ελπίδα πως ίσως ζωντανέψει. Εκεί την άφησε όλη την νύχτα, αυτός δε, κάθισε να κοιμηθεί σε μια καρέκλα κουκουλωμένος. Ενώ καθότανε λοιπόν βλέπει ξαφνικά τον μεγάλο Κλάους ν’ ανοίγει σιγά-σιγά τη πόρτα με τo τσεκούρι του στο χέρι, να προχωρεί προς το κρεβάτι και να χτυπά κατακέφαλα τη πεθαμένη γριά, νομίζοντας πως είναι ο μικρός Κλάους.

– «Άλλη φορά δε με ξανακοροϊδεψεις εμένα!» είπε κι έφυγε με την πεποίθηση πως τον είχε σκοτώσει.

«Τί κακός άνθρωπος!» συλλογίστηκε ο μικρός Κλάους. «Ήθελε να με σκοτώσει. Καλά που ήταν πεθαμένη η γιαγιά μου. Αλλιώς θα την είχε ξανασκοτώσει». Και τότε του ήρθε η ιδέα να ντύσει τη γιαγιά με τα καλύτερά της φορέματα. Έπειτα ζήτησε δανεικό το άλογο του γείτονά του, το πέρασε σ’ ένα κάρο, στύλωσε τη γιαγιά καθιστή, ανέβηκε κι αυτός και πήρε το δρόμο για το δάσος.

Προς τα ξημερώματα έφτασε εμπρός σ’ ένα ξενοδοχείο. Ο ξενοδόχος ήτανε καλός άνθρωπος, αλλά θερμόαιμος κι ευέξαπτος.

– «Καλώς ήλθες κύριε», είπε προς τον μικρό Κλάους. «Νωρίς Νωρίς έβαλες σήμερα τα Κυριακάτικά σου ε;»

– «Πηγαίνω τη γιαγιά μου στη πόλη», του απάντησε κείνος. «Την άφησα στο κάρο, δεν μπορώ να τη φέρω μέσα και σε παρακαλώ πολύ, πήγαινέ της ένα ποτήρι νερό. Αλλά φώναζε της δυνατά, γιατί είναι θεόκουφη!».

– «Μετά χαράς», είπε ο ξενοδόχος και υπήγε με το ποτήρι στη γριούλα που ήτανε στυλωμένη στο κάρο.

– «Ο εγγονός σου μου είπε να σου φέρω νερό», φώναξε ο ξενοδόχος. Η πεθαμένη ούτε απάντησε, ούτε κουνήθηκε. «Δεν ακούς;» της ξαναφώναξε μ’ όλη του τη δύναμη. «Ο εγγονός σου σού στέλνει το ποτήρι τούτο!» Φώναξε και πάλι, αλλ’ απόκριση δεν πήρε και τελικά θυμώνει και της πετάει το ποτήρι στο κεφάλι κι εκείνη έπεσε αμέσως ανάσκελα, μουσκεμένη από το νερό.

– «Μωρέ!» φώναξε ο μικρός Κλάους από τη κύρια είσοδο του ξενοδοχείου. «Μου σκότωσες τη γιαγιάκα μου». Κι αρπάζει τον ξενοδόχο από το λαιμό. «Δες, της τσάκισες το μέτωπο».

– «Ω τί δυστυχία!» έλεγε ο ξενοδόχος και χτυπούσε το κούτελό του με τα χέρια του. «Με θόλωσε ο θυμός μου! Αγαπητέ μου Κλάους, για όνομα του Θεού! Μη με καταδώσεις και σου δίνω ένα πουγκί γεμάτο χρήματα και σου κάνω και τη κηδεία της γιαγιάς σου με όλη της τη μεγαλοπρέπεια, σαν να ‘μουν εγώ ο εγγονός της».

Ο μικρός Κλάους λοιπόν κέρδισε κι άλλο πουγκί γεμάτο λεφτά, ο δε ξενοδόχος, έθαψε τη γιαγιά του όπως υποσχέθηκε. Όταν επέστρεψε στο χωριό, έστειλε πάλι το παιδί να δανειστεί τη ζυγαριά του μεγάλου Κλάους.

«Τί σημαίνει τούτο;» σκέφτηκε αυτός. «Μήπως δεν τον σκότωσα; Ας πάω μόνος μου να δω τι τρέχει». Και πήγε ο ίδιος με τον μετρητή του.

– «Πού τα βρήκες πάλι αυτά τα χρήματα», τον ρώτησε.

– «Δεν σκότωσες εμένα, αλλά τη γιαγιά μου», του απάντησε ο μικρός Κλάους. «Και τη πούλησα και μου δώσαν αυτά τα χρήματα».

– «Σου τη πληρώσανε πολύ ακριβά», του είπε ο μεγάλος Κλάους και πήγε αμέσως στο σπίτι του, πήρε το τσεκούρι και σκότωσε τη γιαγιά του, την έβαλε σε μιαν άμαξα, πήγε στη πόλη, βρήκε ένα φαρμακοτρίφτη και τον ρώτησε αν θέλει ν’ αγοράσει μια γριά πεθαμένη.

– «Πού τη βρήκες;» τον ρώτησε αυτός.

– «Είναι η γιαγιά μου. Τη σκότωσα για να τη πουλήσω».

– «Κύριε ελέησον!» φώναξε ο φαρμακοτρίφτης, «Τρελός είσαι άνθρωπέ μου; Μη τα λες αυτά, για να μη σε σκοτώσουνε και σένα!» Κι άρχισε να του λέει πως ήτανε κακός άνθρωπος κι ότι έπρεπε να τιμωρηθεί.

Ο δε μεγάλος Κλάους τρόμαξε τόσο, ώστε έτρεξε έξω από το φαρμακείο, πήδησε στην άμαξα, βίτσισε τ’ άλογα κι έφυγε. Ο δε φαρμακοτρίφτης τον πήρε για τρελό πραγματικά και τον άφησε να φύγει. «Θα μου το πληρώσεις», έλεγε και ξανάλεγε, σ’ όλη την επιστροφή, όσο πλησίαζε στο χωριό. «Θα μου το πληρώσεις, μικρέ Κλάους!». Κι άμα έφτασε, πήρε το μεγαλύτερο σακί που είχε και πήγε στου μικρού Κλάους και του λέει:

– «Με ξεγέλασες πάλι. Τη πρώτη φορά μ’ έκαμες και σκότωσα τ’ άλογά μου, τώρα τη γιαγιά μου! Αλλά δεν με γελάς άλλη φορά». Και τον άρπαξε από τη μέση, τον έχωσε στο σακί, τον πήρε στη ράχη και του φώναξε: «Τώρα πάω να σε πνίξω».

Μέχρι τον ποταμό είχε πολύ δρόμο να κάνει κι ο μικρός Κλάους ήτανε βαρύς. Εκεί όπου πήγαινε, πέρασε από μιαν εκκλησιάν, που είχε λειτουργία. Ο μεγάλος Κλάους άφησε το σακί στη πόρτα και μπήκε μέσα. Ο δε μικρός Κλάους αναστέναζε και στριφογύρναγε, αλλά δεν μπορούσε να λευτερωθεί από το σακί. Εκείνη την ώρα καταφτάνει ένας γέρο-τσοπάνης με τη γκλίτσα του οδηγώντας ένα σωρό πρόβατα, που περνώντας ρίξανε το σακί καταγής.

– «Αχ!» αναστέναξε μέστα στο σακί ο μικρός Κλάους. «Τόσο νέος και πηγαίνω στον ουρανό!».

– «Κι εγώ ο φτωχός», είπε ο γερο-τσοπάνης, «γέρασα και δεν μπόρεσα ακόμη να πάω στον ουρανό».

– «Αν θες να τον δεις», είπε ο μικρός Κλάους, «άνοιξε το σακί να βγω εγώ να μπεις εσύ και να πας να τον δεις».

– «Ευχαρίστως!» του είπε, άνοιξε το σακί και μπήκε μετά αυτός μέσα, ο δε μικρός Κλάους τον έδεσε, πήρε το ραβδί του και πήγε εμπρός με τα πρόβατα.

Αργότερα βγήκε ο μεγάλος Κλάους από την εκκλησία, πήρε το σακί στον ποταμό, εκεί που ήτανε πιο βαθύς και πλατύς και πέταξε μέσα το σακί, που πίστευε πως μέσα ήταν ο μικρός Κλάους.

Little Claus and Big Claus

– «Τώρα είσαι καλά εκεί κάτω!» φώναξε. «Τώρα πια δεν μπορείς να με κοροϊδέψεις».

Αλλά εκεί που επέστρεφε, στη διασταύρωση των δρόμων πετυχαίνει τον μικρό Κλάους με τα πρόβατα.

– «Τί έκανες πάλι;” φωνάζει ο μεγάλος Κλάους. Τώρα προ ολίγου δεν σε έπνιξα;»

– «Ναι», του απαντά ο άλλος, «μ’ έριξες στο ποταμι».

– «Και πού βρήκες αυτά τα ζώα;»

– «Α… αυτά είναι ζώα του… νερού. Να σου πω πώς τα βρήκα. Αλλά πρώτα πρέπει να σ’ ευχαριστήσω που μ’ έπνιξες, διότι τώρα δα μ’ έκαμες αληθινά πλούσιο. Πώς τρόμαξα όταν έπεφτα και σφύριζε ο αέρας στ’ αυτιά μου! Αλλά όταν έπεσα στο νερό, το σακί άνοιξε, μια ωραία κόρη με κάτασπρο φουστάνι και με πράσινα φύλλα πάνω στα βρεγμένα της μαλλιά, με πήρε από το χέρι και μου λέει: “Καλώς ήλθες, μικρέ Κλάους. Χάρισμά σου αυτά τα λίγα πρόβατα. Παρέκει θα βρεις ένα μεγάλο κοπάδι. Στο χαρίζω κι εκείνο”. Τότε παρατήρησα πως ο ποταμός ήταν ο δρόμος της θαλάσσης κι ότι πηγαινονέρχονταν κάτω ‘κει άνθρωποι από τη ξηρά στη θάλασσα. Και στον πάτο είχε ωραία άνθη και φύλλα καταπράσινα, τα ψάρια δε, πετούσαν εμπρός μου, όπως στον αέρα τα πουλιά».

– «Και πώς ήρθες επάνω έπειτα;» ρώτησε ο μεγάλος Κλάους. «Αν ήξερα πως είναι τόσο ωραία στο ποτάμι, δεν θα σε έριχνα».

– «Να τι έκανα», συνέχισε. «Σου είπα ότι η ωραία κόρη μου είπε: πως πιο πέρα θα βρω το κοπάδι, δηλαδή στον ποταμό, διότι η κόρη δεν μπορεί να βγει στη στεριά. Αλλά εγώ, που ξέρω πώς κυλά ο ποταμός, πότε αριστερά και πότε δεξιά, αντί να πάω από μέσα, βγήκα να κόψω δρόμο από τα χωράφια. Και τώρα θα μπω πάλι στο ποτάμι να βρω το κοπάδι, που μου χάρισε η κόρη”.

– «Τύχη που την έχεις», είπε ο μεγάλος Κλάους. «Και νομίζεις ότι αν πέσω κι εγώ στο ποτάμι θα βρω ζώα του νερού»;

– «Πιστεύω θα βρεις κι εσύ όσα κι εγώ, αλλά δεν μπορώ να σε σηκώσω από ‘δω ως εκεί, είσαι πολύ βαρύς. Αν θες πήγαινε στη γέφυρα, χώσου στο σακί κι έρχομαι να σε πετάξω εγώ στο ποτάμι, με μεγάλη μου ευχαρίστηση».

– «Αν όμως δεν βρω ζώα του νερού, θα σε δείρω», είπε ο μεγάλος Κλάους.

– «Καλά, καλά ντε, μη θυμώνεις!».

Πήγανε λοιπόν κι οι δυο στη γέφυρα. Τα δε πρόβατα που ήτανε διψασμένα, είδανε το ποτάμι και τρέξαν να ποτιστούν.

– «Βλέπεις πώς τρέχουν;» είπε ο μικρός Κλάους. «Θέλουν να χωθούνε πάλι στο ποτάμι».

– «Στάσου να πάω πρώτα εγώ, για να μη σε δείρω», είπεν ο μεγάλος Κλάους. Και χώθηκε μέσα στο σακί, που ο μικρός Κλάους του είχε βάλει στη ράχη ενός μεγάλου αρνιού.

-«Βάλε μέσα και καμιά πέτρα μη τύχει και δε βουλιάξω ως το βάθος του ποταμού», είπε ο μεγαλος Κλάους.

– «Κι αυτό γίνεται», είπε ο μικρός Κλάους, κι έβαλε μια μεγάλη πέτρα στο σακί, έπειτα το έδεσε καλά-καλά, τον έριξε στο ποτάμι και πλααφφ! βούλιαξε αμέσως ο μεγάλος Κλάους.

– «Φοβάμαι ότι δεν θα βρεις τα ζώα», είπε ο μικρός Κλάους κι επέστρεψε στο χωριό του.

Ο μικρός Κλάους και ο μεγάλος Κλάους

Κατηγορία: ΚΛΑΣΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΒΙΒΛΙΑ, ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ - ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ - ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ

Tags: , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *