ΟΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ (διήγημα) – Ονορέ ντε Μπαλζάκ

Share

ΟΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ (διήγημα) - Ονορέ ντε Μπαλζάκ

ΟΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ

«Οι Συγγενείς» είναι ένα από τα πολλά “άγνωστα” διηγήματα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Στις 26 Δεκέμβρη 1829, κυκλοφόρησε στο Παρίσι LA PHYSIOLOGIE DU MARIAGE - HONORE DE BALZACτο δίτομο έργο LA PHYSIOLOGIE DU MARIAGE ou Mιditations de philosophie ιclectique, sur le bonheur et le Malheu conjugal, publiιes par un jeune cιlibatair, (Η ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ή Στοχασμοί εκλεκτικής φιλοσοφίας περί συζυγικής ευτυχίας ή δυστυχίας, δημοσιευόμενοι από ένα νεαρό εργένη), χωρίς ένδειξη συγγραφέα παρά μόνο με τη πρόδηλη υπογραφή H.B.C. στην εισαγωγή του. Από τη φύση του το εν λόγω έργο προσφερότανε στον τεμαχισμό και παρουσίαση διαφόρων αποσπασμάτων του από τις φίλα προσκείμενες στον ίδιο εφημερίδες, υπό μορφήν αυτόνομων αφηγημάτων. Η εφημερίδα Le Sylphe προηγήθηκε όλων των άλλων σπεύδοντας δύο μόλις μέρες μετά τη κυκλοφορία του βιβλίου, δηλαδή στις 28 Δεκέμβρη 1829, ν’ αλιεύσει από την εισαγωγή του, το παραπάνω διήγημα και να το δημοσιεύσει για τους αναγνώστες της, με τον αυθαίρετο τίτλο Les Collatéraux, (Οι Συγγενείς) χωρίς αναφορά προέλευσης ή συγγραφέα.

Συγγραφή: Ονορέ ντε Μπαλζάκ
Μετάφραση-Απόδοση: Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου (website)
Έκδοση: ebooks4greeks
Πρώτη έκδοση: 1829
Μορφή: text Online

Οι Συγγενείς – Ονορέ ντε Μπαλζάκ

Χτυπημένη από θανάσιμην αρρώστια, μια γυναίκα, χήρα κοντά δέκα χρόνια και βάλε, κειτόταν στο κρεβάτι της. Τρεις συγγενείς και κληρονόμοι της περίμεναν την τελευταία της πνοή και δεν την αφήνανε μήτε στιγμή μονάχη από φόβο μήπως και κάνει καμμιά νέα διαθήκη προς όφελος των Βεγινών καλογραιών (αχειροτόνητες κοσμοκαλόγριες, που ζούσανε κοινοβιακά, σε μικρές ομάδες, στο Βέλγιο και την Ολλανδία) της πόλης. Η άρρωστη σώπαινε, έδειχνε να βρίσκεται σε λήθαργο κι ο θάνατος έμοιαζε να κυριεύει αργά το βουβό και πελιδνό πρόσωπό της.

Στη μέση μιας χειμωνιάτικης νύχτας βλέπουμε τους τρεις συγγενείς να κάθονται σιωπηλοί μπρος στο κρεβάτι. Μια γρια, που βρίσκεται εκεί για να την προσέχει, κουνάει αποκαρδιωτικά το κεφάλι της κι ο γιατρός, βλέποντας με αγωνία την αρρώστια να φτάνει στο τελικό της στάδιο, κρατά το καπέλο του με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κάνει ένα νεύμα προς τους συγγενείς σαν να θέλει να πει: Δεν χρειάζεται να ξανάρθω για να την εξετάσω.

Μια υποβλητική σιωπή επέτρεπε ν’ ακούγονται οι πνιχτοί συριγμοί του χιονόνερου που μαστίγωνε τα παραθυρόφυλλα. Για να μην υποφέρουν τα μάτια της ετοιμοθάνατης από το φως, ο νεότερος από τους κληρονόμους είχε εφαρμόσει ένα επιλύχνιο στο κερί που έκαιγε πλάι στο κρεβάτι της, έτσι που ο φωτεινός κύκλος της φλόγας μόλις κι άγγιζε το νεκρικό μαξιλάρι, όπου ξεχώριζε το κιτρινιασμένο πρόσωπο της άρρωστης. Όπως ένας κακότεχνα επιχρυσωμένος Χριστός σ’ ένα σταυρό από θαμπωμένο ασήμι, έτσι, οι κυματιστές ανταύγειες που έριχναν οι γαλάζιες φλόγες μιας αστραφτερής φωτιάς από το τζάκι ήταν οι μόνες που φώτιζαν το σκοτεινό δωμάτιο που θα εκτυλισσόταν ένα δράμα.

Και πράγματι ένα δαυλί κύλησε ξαφνικά από το τζάκι πάνω στο σανιδένιο πάτωμα σαν για να προαναγγείλει ένα συμβάν.

Στο άκουσμα αυτού του θορύβου, η άρρωστη ανακάθεται απότομα κι ανοίγει κάτι μάτια τόσο φωτεινά σα γατίσια. Όλοι την κοιτούν κατάπληκτοι, εκείνη παρακολουθεί το καυσόξυλο που κυλά και πριν κανείς σκεφτεί να εμποδίσει την απροσδόκητη κίνηση που λες και την προξένησε μια παράκρουση, πετάγεται έξω απ’ το κρεβάτι της, αρπάζει τη μασιά και ξαναρίχνει το κάρβουνο στο τζάκι. Η γρια νοσηλεύτρια, ο γιατρός κι οι συγγενείς της ορμούν και την πιάνουν για να μην πέσει. Την ξαναπλαγιάζουν, εκείνη ακουμπά το κεφάλι της στο προσκέφαλο κι ύστερα από μερικά μόλις λεπτά πεθαίνει, κρατώντας, ακόμη και μετά το θάνατό της, το βλέμμα της στυλωμένο στη σανίδα του πατώματος όπου είχε σταθεί το δαυλί.

Η κόμισσα Βαν Οστροέμ δεν πρόλαβε καλά-καλά να ξεψυχήσει κι οι τρεις συγκληρονόμοι αντάλλαξαν μεταξύ τους μια ματιά δυσπιστίας και, ξεχνώντας κιόλας τη θεία τους, κοίταξαν με νόημα προς το μυστηριώδες σανίδι του πατώματος. Καθώς ήταν Ὀλλανδοί, ο υπολογισμός τους υπήρξε τόσο γοργός όσο και τα βλέμματά τους. Συμφωνήθηκε, με τρεις μονάχα λέξεις που ειπώθηκαν χαμηλόφωνα, να μη φύγει κανείς τους από το δωμάτιο. Ένας λακές πήγε να φωνάξει κάποιον εργάτη κι οι τρεις κοντινοί συγγενείς καρδιοχτύπησαν ζωηρά όταν, συγκεντρωμένοι πάνω από το ακριβό σανιδένιο πάτωμα, είδαν έναν μικρό παραγιό να δίνει το πρώτο χτύπημα με το κοπίδι. Το ξύλο σκίστηκε!…

«Η θεία μου έκανε ένα νεύμα!…» είπε ο νεότερος από τους κληρονόμους.

«Όχι, είναι το αποτέλεσμα τρεμοπαιξίματος του φωτός!…» αποκρίθηκε ο μεγαλύτερος που είχε το βλέμμα του προσηλωμένο στο θησαυρό και ταυτόχρονα στη νεκρή.

Στο σημείο ακριβώς όπου είχε κυλήσει το καυσόξυλο, βρήκαν μια μάζα δεξιοτεχνικά καλυμμένη μ’ ένα στρώμα γύψου.

«Άντε, δώσ’ του!..» είπε ο γέρος συγκληρονόμος.

Το κοπίδι του παραγιού έκανε να ξεπεταχτεί μια ανθρώπινη κεφαλή κι αναγνώρισαν, από δεν ξέρω ποιό απομεινάρι ενδύματος, τον κόμη, που ολόκληρη η πόλη θεωρούσε πως είχε πεθάνει στην Ιάβα και που την απώλειά του είχε γοερά θρηνήσει η γυναίκα του.

 

Κατηγορία: ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, ΚΛΑΣΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Tags: , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *