Πλαστή η «Ανεπίδοτη Επιστολή» της Μαρίας Πολυδούρη (HOAXES)✍

Share

Ανεπίδοτη Επιστολή - Πολυδούρη

Πλαστή η Ανεπίδοτη Επιστολή της Πολυδούρη

 

Update – 17/4/2019

Πλέον έχει τοποθετηθεί διόρθωση στο «Φόρουμ Πανεπιστημίου Αθηνών» πως η Επιστολή (ἀποδίδεται ἐσφαλμένα στὴν Μαρία Πολυδούρη).

Δείτε το Πριν και το Μετά

 

Αρχική δημοσίευση: 11/8/2018

Λίγες μέρες πριν με αφορμή ένα άρθρο στο eBooks4Greeks για την Μαρία Πολυδούρη λάβαμε ένα μήνυμα από την κυρία Κονδυλένια Μπούσμπουρα (υπεύθυνη της ομάδας στο facebook «Μαρία Πολυδούρη (Maria Polidouri)») που μας έλεγε πως η επιστολή αυτή είναι ένα Διαδικτυακό Δημιούργημα. Το ψάξαμε λίγο και πράγματι δεν βρήκαμε στοιχεία για αυτή την επιστολή. Επειδή γνωρίζουμε πως οι μαθητές της Γ΄ Γυμνασίου διαβάζουν συμπληρωματικά αυτήν την επιστολή μαζί με το «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες» που διδάσκονται στα σχολεία, παροτρύναμε την κυρία Μπούσμπουρα να γράψει για αυτό το θέμα και να φέρει στο φως ό,τι γνωρίζει. Σας παραθέτουμε λοιπόν τα στοιχεία που αφορούν τη γνησιότητα της επιστολής, δια χειρός Κονδυλένιας Μπούσμπουρα και Μανώλη Καστανάκη.

 

Μαρία Πολυδούρη και η γνησιότητα της «ανεπίδοτης επιστολής»

Όλοι έχουμε διαβάσει κατά καιρούς την ανεπίδοτη επιστολή, η οποία αποδίδεται, θεωρούμε εσφαλμένα, στην Μαρία Πολυδούρη

Ψάχνοντας την βιβλιογραφία της, με κορυφαία αναφορά στο «ΡΟΜΑΝΤΖΟ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΕΖΑ» εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ», Εισαγωγή – Επιμέλεια Χριστίνα Ντουνιά, δεν υπάρχει πουθενά δημοσιευμένο ένα τέτοιο κείμενο. Στο βιβλίο αυτό, το οποίο έχει βασιστεί και στην μελέτη του αρχείου της οικογένειας της ποιήτριας, έχουν συγκεντρωθεί όλα τα «ευρισκόμενα πεζά της Μαρίας Πολυδούρη. Πρόκειται για μια ομάδα κειμένων που ανήκουν σε διαφορετικά είδη: μυθιστόρημα, ημερολόγιο, αυτοβιογραφία, επιστολική πεζογραφία.» (από την Εισαγωγή του βιβλίου).

Αφού λοιπόν αυτό το κείμενο δεν υπάρχει σε χειρόγραφο ή στην βιβλιογραφία, αναρωτιόμαστε αν η ποιήτρια που πραγματικά ήταν πολύ μπροστά από την εποχή της, είχε αφήσει το ίχνος της στο διαδίκτυο πριν την εμφάνισή αυτού!

Ωστόσο, η επιστολή αυτή, εικάζουμε πως είναι ένα «διαδικτυακό δημιούργημα», δηλαδή ένα κείμενο που γράφηκε σε ύφος και τρόπο ώστε να θυμίζει την ποιήτρια και έχει εξαπλωθεί, με την εκμετάλλευση της δύναμης του διαδικτύου, ως και σε λογοτεχνικούς ή φιλολογικούς κύκλους, σε σχολεία και ακόμα στο φόρουμ του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

Φόρουμ Πανεπιστημίου Αθηνών

ανεπίδοτη επιστολή

Σε μια προσπάθεια για κάποια πληροφορία επιπλέον, πηγή ή εκείνον που έκανε την ανάρτηση, στάλθηκε email στο helpdesk. Δεν υπήρξε καμιά απάντηση.

Ωστόσο και μόνο του το κείμενο, αν διαβαστεί προσεκτικά, μπορεί να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα πως δεν ταιριάζει με την γραφή της Πολυδούρη. Αλλά αν δεν την έχει μελετήσει κάποιος εις βάθος δεν μπορεί να καταλάβει και αποδέχεται την επιστολή αυτή ως έργο της.

Η επιστολή είναι «φλύαρη, με ισχυρές δόσεις μελό και επηρμένης καλολογίας, που εκείνη απεχθανόταν» σημειώνει η κ. Χριστίνα Ντουνιά σε σχόλιο της.

Την Μαρία Πολυδούρη δεν την ενδιαφέρει η υστεροφημία. Δεν την ενδιαφέρει να αντέξει στο χρόνο. Δεν είχε λόγο να γράψει μια τέτοια επιστολή. Τις συλλογές της, τις εξέδιδε για την επιβίωση της και όχι για δόξα ή απλά για να το κάνει. Με την ποίηση κάλυπτε τον εαυτό της, την εσωτερική της ανάγκη. Ήταν κυρίαρχος του εαυτού της. Δεν την ενδιέφερε αν θα την καταλάβουν, τί θα καταλάβουν, τί θα γράψουν…

Δεν είχε λόγο να απολογηθεί σε κανέναν απολύτως για τη ζωή που έκανε. Δεν ήταν στο χαρακτήρα της να γράψει στον κόσμο που δεν έγραψε ποτέ για αυτήν. Ήταν αδιάφορη σε οποιαδήποτε κριτική όπως αποδεικνύεται μέσα από το έργο του Χονδρογιάννη, καθώς το λέει ξεκάθαρα η ίδια στα γράμματα της: «Γιατί τί ενδιαφέρον θέλεις να έχει για μένα η κρίση του ενός και του άλλου εφημεριδομπακάλη ή αριστοκράτη των γραμμάτων που δεν έχει καμμιά θέση στην καρδιά μου;» (Γιάννη Χονδρογιάννη – Η Μαρία Πολυδούρη μετά τον Καρυωτάκη).

Επίσης στο τέλος της επιστολής διαβάζουμε «…Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε …». Και μόνο αυτό αρκεί να μας πει πως έχει γραφεί μετά τον θάνατό της. Τέλος μετά τα 20 υπογράφει ως Μαρία όχι Μαρίκα.

 

Παρατηρώντας τις ανεξέλεγκτες πλέον δημοσιεύσεις της επιστολής, έχουμε:

– Σε κάθε σχεδόν αναφορά για την Μαρία Πολυδούρη, υπάρχει και αναδημοσίευση της επιστολής ή μέρους της σε ιστοσελίδες ή blogs. Σε κάποιες αναρτήθηκε σχόλιο πως δεν ανήκει στην βιβλιογραφία της, αλλά αυτό έχει αγνοηθεί εντελώς, χωρίς ποτέ να απαντήσουν ή να κάνουν κάποιον έλεγχο παραπάνω.

– Εντυπωσιακές αναρτήσεις και επαναστατικές κάποτε ως αντίδραση στο σύστημα, συχνά από ανθρώπους ανώτατης βαθμίδας εκπαίδευσης, με ολόκληρη την επιστολή αυτή ή τμήματα της.

– Άρθρα σε ιστοσελίδες «λογοτεχνικού» ενδιαφέροντος και άπειρα blogs, που με αυτήν θαυμάζουν ή αποδεικνύουν την επαναστατικότητα της ποιήτριας.

– Χρήση της επιστολής για εργασίες στα σχολεία ή για παραπέρα μελέτη κάθε ενδιαφερομένου για την ποίηση.

– Επικές αναγνώσεις της επιστολής ή τμημάτων της σε «ποιητικές βραδιές» και από φιλολόγους ακόμα, ενσωμάτωση σε θεατρικά, δημοσιεύσεις από μέλη εταιρειών λογοτεχνών.

Παραθέτουμε μόνο την περιγραφή των αναδημοσιεύσεων αυτών, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένες σελίδες, αφού ο στόχος δεν είναι η κατάδειξή τους ή η αντιπαράθεση, αλλά η μεγαλύτερη προσοχή μας στο τί πιστεύουμε από εκείνα που μας βομβαρδίζουν καθημερινά και πόσο εύκολα, χωρίς έναν απλό έλεγχο (αρθρογράφο, ημερομηνία, πηγή), τα αναπαράγουμε.

Είναι γνωστό πώς στις μέρες μας είναι πολύ εύκολο να αναπαραχθεί κάτι ψευδές και η δυσκολία να το αποδείξεις είναι μεγάλη, όταν μάλιστα το διαδίκτυο είναι διάσπαρτο από τέτοια δημοσιεύματα, εσφαλμένα ή παραπλανητικά για εντυπωσιασμό ή και για μερικά κλικ παραπάνω σε sites, blogs, αναρτήσεις.

Όμως σαν άνθρωποι που εμπλεκόμαστε με την φιλολογία, την λογοτεχνία, τις τέχνες, την παιδεία ή ακόμα είμαστε απλοί χρήστες, οφείλουμε τα ίχνη που αφήνουμε να είναι αξιόπιστα, να μην αρκούμαστε στην ανώνυμη και μη τεκμηριωμένη πληροφορία.

Κονδυλένια Μπούσμπουρα (πηγή)
Μανώλης Καστανάκης

 

Παρακάτω παραθέτουμε και την επιστολή αυτή που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο και αναπαράγεται αρκετά χρόνια τώρα. Η έρευνα συνεχίζεται και για ό,τι νεότερο προκύψει θα σας ενημερώσουμε με update…

 

Μαρία Πολυδούρη – Ἀνεπίδοτη ἐπιστολὴ

«Αὐτὸ εἶναι τὸ γράμμα μου
στὸν κόσμο ποὺ ποτὲ δὲν
ἔγραψε σὲ μένα…»

Ἔμιλι Ντίκινσον

Ἀγαπητοὶ φίλοι!

Ἴσως τὸ γράμμα αὐτὸ νὰ μὴν διαβαστεῖ ποτέ, ἀπὸ κανέναν, ἀλλὰ στ᾿ ἀλήθεια δὲ μὲ νοιάζει. Ἴσως μέχρι νὰ φτάσει στὰ χέρια σας νἄχω πειὰ ὁλότελα ξεχαστῆ ἀπ᾿ ὅλους. Ἀλλά, οὔτε δὰ κι᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο μὲ νοιάζει. Ἐξάλλου, δὲν ἔχω καὶ πολλὰ νὰ σᾶς πῶ, θέλω μόνο νὰ σᾶς θυμίσω ὅτι κάποτε ὑπῆρξα. Κάποτε ὑπῆρξα κι᾿ ἤμουν καὶ ζωὴ καὶ θάνατος μαζί. Καὶ ζωὴ καὶ Χάρος ἤμουν!

Ἔζησα, τὁμολογῶ, μιὰ ζωὴ δηλητηριασμένη, γι᾿ αὐτὸ θαρρῶ ἀποφάσισα νὰ τὴν ἐγκαταλείψω. Ἐκεῖνο ποὺ γιὰ τοὺς ἄλλους ἤτανε ζωή, γιὰ μένα θάνατος ἦταν. Γεννιόμουνα καὶ πέθαινα κάθε μέρα, ὥρα καὶ στιγμή. Ζοῦσα μὲ τὸ θάνατο, ζοῦσα γιὰ νὰ πεθάνω, μὰ τουλάχιστον δὲ ζοῦσα νεκρὴ ὅπως οἱ γύρω μου, τὰ μικρὰ ἀστεῖα ἀνθρωπάκια ποὺ λέγαν πὼς μ᾿ ἀγάπησαν, κι᾿ ἂς μὴν μπόρεσαν ποτέ, κι᾿ ἂς μὴν τόλμησαν ποτὲ νὰ διαβάσουν τὴν ψυχὴ ποὔκρυβε περίσσιο φῶς καὶ σκοτάδι μέσα της. Κατὰ βάθος μὲ φοβόντουσαν καὶ δὲν ἀργοῦσαν νὰ τραποῦν εἰς ἄτακτον φυγήν. Δὲν ἄντεχαν νὰ μὲ κοιτοῦν κατάμματα, μὴν τύχει καὶ τοὺς κλέψω τὴν ψυχή τους.

Ἀγαπήθηκα, ἀγαπήθηκα πολύ, μὰ μπορεῖ ποτὲ κανεὶς νὰ φαντασθῆ ὅτι λυπόμουνα βαθειὰ ὅταν καταλάβαινα ὅτι μ᾿ ἀγαποῦσαν; Ἐγώ, ἴσως νὰ μὴν ἀγάπησα ἀρκετά, ὄχι ὅσο ἔπρεπε. Τὸν ἰδανικό μου ἔρωτα θαρρῶ τὸν ἔζησα στὴ φαντασία μου. Ἡ ψυχή μου καὶ ἡ ἀγάπη γεννήθηκαν τὴν ἴδια μέρα. Αὐτὸ τὸ ἔνιωθα μέσα μου, κι᾿ ὅμως δὲν πίστευα ὅτι θὰ ὑπῆρχε μέρα ποὺ θὰ μοῦ ἀποδείκνυε ὅτι ἀγαποῦσα ἀληθινά. Δὲν εἶνε στ᾿ ἀλήθεια τραγικό, μιὰ μεγάλη εἰρωνεία, νὰ μιλοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη ἄνθρωποι ποὺ δὲν τὴν γνωρίζουν καὶ νὰ σιωποῦν ἐντελῶς κεῖνοι ποῦ νοιώθουν τὴν ψυχή τους νὰ πνίγεται στὸ πόνο της;

Πολλοὶ λέγαν ὅτι ζοῦσα μεσ᾿ στὸ κεφάλι μου. Κάτι ἔπρεπε νὰ ποῦν κι᾿ αὐτοί… Πῶς ἄλλως θὰ μὲ κατέτασσαν σὲ συγκεκριμένη κατηγορία ἀνθρώπων; Ἄνθρωποι, ἀνθρωπάκια! Ἡ ζωὴ ἕνα τεράστιο ψέμα ποὺ ἄλλοι τὸ ἀγαπᾶνε κι᾿ ἄλλοι – οἱ λίγοι – προσπαθοῦν νὰ τὸ κάνουν ἀληθινὴ ζωή. Ἐσεῖς, ἀγαπητοὶ ἄγνωστοί μου φίλοι, πῶς ζεῖτε; Ζεῖτε; Μιὰ φάρσα, αὐτὸ ἦταν ἡ δικιά μου ζωή. Κανεὶς δὲν τὴν κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρὶς νὰ τὸ θέλω, ἔζησα στὸ περίπου, καὶ σκηνοθέτησα τὸ θάνατό μου. Κι᾿ ὅμως ἀγαποῦσα τὴ ζωή, ἀλλὰ πάντα αὐτὴ μοὔπαιρνε ὅ,τι ἄλλο ἀγαποῦσα. Μοῦ ἔλειπε πάντα μιὰ καρδιὰ ποὺ νὰ πονῆ γιὰ μένα. Κι ἦταν δύσκολο, δύσκολο πολὺ νὰ ζῶ μονάχη μου μέσ᾿ σἕνα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στὰ μικρά της ζωῆς καὶ στὸ τίποτα. Ἤμουνα σὰν παράσιτο, σὰν μαῦρο ξωτικὸ ποὺ ἔχασε τὸ δρόμο κι᾿ ἀντὶ νὰ ταξιδέψει στὸν ὀνειροκόσμο του, ξέπεσε σὲ τούτη δῶ τὴ γῆ. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος μὲ ρώτησε κρυφὰ ἂν εἶμαι χήρα σὰν φοροῦσα μαῦρα βαρειά. Ἐγέλασα. Ἀλήθεια ἦταν! ἂν μάντεψε τὴν ψυχή μου, καλὰ τὴν ὠνόμασε χήρα…

Εἶνε ποὺ θὰ παρακαλοῦσαν νὰ εἶχαν ζήσει στὴν ἐποχή μου. Ἐγώ, θἄθελα νὰ ζήσω σὲ κάποιαν ἄλλην ἐποχή. Ἔζησα ἀνάμεσα σὲ μιὰ γενειὰ ἡττημένη. Κάποιοι ἀπὸ μᾶς κάναν τὸν πόνο στίχο, τὴν ὀργὴ τραγούδι, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τόλμησε… – οὔτ᾿ ἀπὸ μᾶς οὔτ᾿ ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους – δὲν τόλμησε νὰ νὰ ξεφύγει ἀπ᾿ τὸ χαραγμένο μονοπάτι, δὲν τόλμησε νὰ πεῖ ὅ,τι στ᾿ ἀλήθεια σκεφτότανε, δὲν τόλμησε νὰ κάνει ὅ,τι στ᾿ ἀλήθεια ἤθελε νὰ κάνει. Οἱ περισσότεροι ἦταν – εἴμασταν – δειλοὶ ποὺ ᾿ψαχναν ἁπλὰ ναύρουν τὴν αὐτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποὶ κι᾿ ἀνάπηροι. Ὀλίγοι γέροι μὲ κακόβουλο ὕφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι καὶ ὑπερφίαλοι… Ἀπόκληροί της ἀντίληψης… Κι᾿ ὅμως ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Κ., ὁ μόνος ποὺ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μὲ καταλάβει, ἀλλὰ οὔτε καὶ κεῖνος τόλμησε… Μοὖπε μάλιστα, πὼς μὲ λυπόταν γιατί τὸν ἀγαποῦσα… ὅτι ἤμουνα γι᾿ αὐτὸν μιὰ παρηγοριά. Τὄχε ἡ ἐποχή, κανεὶς δὲν ἦταν ὁ ἑαυτός του! Γι᾿ αὐτὸ θαρρῶ καὶ ἔζησα τόσο μόνη, κι᾿ ἂς εἶχα πάντοτε κάποιους νὰ μὲ συντροφεύουν, ἀδέλφια μου σένα πόνο ποὺ δὲ θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ συλλάβουν. Ἔκαναν τὰ πάντα γιὰ μέ, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τους ἦταν μιὰ θυσία ποὺ ποτὲ δὲν δέχτηκα μὲ εὐμένεια κι᾿ οἱ ἀνησυχίες τους χειροπέδες γιὰ μένα. “Πόσο εἶνε ἀστεία ἡ ζωὴ μὰ καὶ πόσο ἀστειότεροι εἴμαστε μεῖς ποὺ τὴν ἀνεχόμαστε τέτοια”, ἔγραψα, θυμᾶμαι, κάποτε στὸ ἡμερολόγιό μου…

Μά, ἀπὸ τότε ἔχουν πειὰ περάσει χρόνια. Πόσα, δὲν ξεύρω, ἀφοῦ ὁ χρόνος δὲν ἔχει πειὰ γιὰ μὲ καμμία σημασία. Τώρα, εἶμαι κάπου ἀλλοῦ καὶ ζῶ – ἂν τούτη δῶ ἡ κατάσταση θεωρεῖται ζωὴ – μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τὰ τετράδια τοῦ μυαλοῦ καὶ κυττάζω πίσω. Ὅλα ζητάω τὰ χαμένα, τὶς μικρὲς στιγμές, τὸν ἀγαπημένο… Γυρνῶ τὸ βλέμμα καὶ τὸν κυττάζω πάντα τὸ δρόμο ποὺ ἀφήσαμε. Εἶνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες καὶ φρίκη… εἶνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος… κι᾿ ὅμως – θεὲ συγχώρεσέ με – θὰ τὸν ἔπερνα μὲ τὴν καρδιὰ γεμάτη δάκρυα καὶ μεταμέλεια… Μὲ τὴν καρδιὰ δεμένη μὲ τὰ σίδερα τῆς ἁμαρτίας θὰ ξεκινοῦσα νὰ σ᾿ εὕρω μοναδικὴ κι᾿ ἀξέχαστή μου ἀγάπη… Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο, μόνο νὰ φτάσω, νὰ σταθῶ κοντά σου τόσο ποὺ φτάνει γιὰ νὰ ἰδῶ… νὰ ἰδῶ τὸ πρῶτο βλέμμα σου ἐκεῖνο ποὺ μοῦ ᾿ριχνες σὰν ἔφτανα… τὶς μικροῦλες ὅλες ἐκεῖνες ρυτίδες στὸ πρόσωπό σου… νὰ ἰδῶ τὰ χέρια σου ν᾿ ἁπλώνονται σὲ μένανε νὰ μὲ ἀγκαλιάσουν… νὰ ἰδῶ… νὰ νοιώσω τὸ φίλημά σου… Εἶνε τόσο μεγάλος ὁ καϋμὸς καὶ εἴμεθα τόσο μικροὶ ἕνας-ἕνας ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἀποτελοῦμεν…

Τὰ λόγια αὐτὰ ἴσως νἀκούγονται σὰν παραλήρημα ἑνὸς ἑτοιμοθανάτου, μά, ἀλοί, δὲν μπορῶ νὰ πεθάνω ἀφοῦ εἶμαι ἀπὸ χρόνια πειὰ νεκρή. Ὅσο ζοῦσα, ὅσο ἔζησα, ἤμουνα παιδί. Ἤμουνα ἕνα παιδὶ ἄμυαλο, μπορῶ νὰ τὸ παραδέχωμαι ἀλλὰ καὶ ποιὸ παιδὶ δὲν εἶνε ἄμυαλο; Ἕνα παιδὶ εἶμαι ἀκόμη… Ἕνα παιδὶ ποὺ γράφει σὲ σᾶς, τοὺς ἄγνωστούς του φίλους, γιὰ νὰ τοὺς πεῖ: νὰ μείνετε πάντα παιδιά, κι᾿ ἂν εἶνε δυνατὸν ἄμυαλα παιδιά. Νὰ ζήσετε τὴ ζωή σας μὲ τρέλλα, νὰ ζήσετε παράλογα, νὰ σκοτώσετε τὴ λογικὴ ποὖνε ὁ φονιὰς τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ζωῆς, νὰ τολμήσετε νὰ κάνετε τὰ δύσκολα, τὰ μεγάλα, τὰ σημαντικά, ν᾿ ἀκολουθήσετε τὰ δύσβατα μονοπάτια, ν᾿ ἀφήσετε νὰ θρονιαστεῖ στὴν καρδιά σας γιὰ πάντα ἡ ἄνοιξη καὶ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη, ν᾿ ἀγαπήσετε μὲ πάθος καὶ νὰ καεῖτε ἀπ᾿ τὴ φλόγα τῆς ἀγάπης σας, νὰ κάνετε τὸν πόνο, τὴ χαρά, τὴν κάθε σας στιγμὴ τραγούδι, κι᾿ ὅταν ἔρθ᾿ ἡ ὥρα ἡ στερνὴ νὰ πεθάνετε ὄχι ἀπὸ πλῆξι, ἀλλὰ ἀπὸ εἰλικρίνεια ὅπως ὁ φίλος τζίτζικας, ποὺ τόσο ὡραία τὰ ἔλεγε μὰ μεῖς τὰ παίρναμε γιὰ γκρίνια…

Τώρα, καθὼς γράφω τὶς τελευταῖες γραμμές, κυττῶ πίσω καὶ ἀντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: ἔζησα ἐλεύθερη ὅσο καμμιὰ ἄλλη γυναίκα τῆς ἐποχῆς μου, ἔκανα πράγματα ποὺ δὲν ἔκανε καμμιὰ ἄλλη, κι᾿ ἀγαπήθηκα ὅσο λίγες. Καί, δὲν τὸ ξεχνῶ, καθὼς τὸ βλέμμα μου ἔσβηνε, ἐκείνη τὴ μελαγχολικὴ αὐγούλα τ᾿ Ἀπρίλη, δὲν ἤμουν πειὰ μόνη. Νέοι ποὺ μ᾿ ἀγάπησαν ἦρθαν νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσουν καὶ φίλες γκαρδιακὲς στὸ προσκεφάλι μου ἕνα τελευταῖο τραγούδι νὰ μοῦ χαρίσουν…

Αὐτὸ εἶναι τὸ γράμμα μου στὸν κόσμο ποὺ ποτὲ δὲν ἔγραψε σὲ μένα, ὅπως λέει κι᾿ ἡ καλή μου φίλη.

Μὲ ἀγάπη
Μαρίκα Πολυδούρη

Κατηγορία: ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Tags: , , , , ,

Comments (1)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. Ο/Η Γιωργος λέει:

    Πολυ καλο το αρθρο…ευχαριστουμε!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *