«Το αγόρι από τα ξένα» – Λαϊκό Παραμύθι #8 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

Share

«Το αγόρι από τα ξένα» – Λαϊκό Παραμύθι #8 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

 

Κόκκινη κλωστή δεμένη
στην ανέμη τυλιγμένη
δώσ΄ της κλότσο να γυρίσει
παραμύθι ν΄ αρχινήσει

 

Χωμένος μες στον ίσκιο της βαμβακιάς χαιρετώ την αφεντιά σας! Αρχή του παραμυθιού καλησπέρα σας!

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένα αγόρι που μόνο του ήταν στη ζωή. Οικογένεια δεν γνώρισε ποτέ, μήτε συγγενείς συνάντησε στο πέρασμα του. Περιπλανιόταν δώθε κείθε* παρέα με τη φλογέρα του, συντροφιά μελωδική, ξέγνοιαστη, που όμοιά της πουθενά δεν υπήρχε.

Ήταν όμως τόσο χαρούμενος που ποτέ  δεν είδε τη ζωή με κακό μάτι. Όλα μαγεύονταν στο άκουσμα της φλογέρας του…δέντρα, πουλιά, ρυάκια. Τους ανθρώπους μόνο δεν τους συγκινούσε και τόσο συχνά, άλλωστε τη μελωδία της καρδιάς θέλεις ησυχία για να την ακούσεις.

Ταξίδια έκανε πολλά και μακρινά, να βρει της ζωής το μονοπάτι. Καλοσυνάτος και ευγενικός πάντα βοηθούσε αγνώστους και ας άκουγε μύρια* κακών για το μελαμψό του δέρμα ή για τις μελωδίες του που άλλοτε σαν βαβούρα ηχούσαν σε κάποιους.

Το αγόρι όμως δεν έπαψε ποτέ του να ελπίζει και να προσδοκά. Και να σου που η ζωή τον φτάνει του κάμπου τα χωριά να ανταμώσει*. 

Χαρούμενο το αγόρι για την καινούργια αρχή που του ξημερώνει, πιάνει μια μελωδία με τη φλογέρα του, που εύχονταν σε ολάκερη τη γη να εισακουστεί.

– Μα ποιος τολμά την ησυχία μας να χαλάσει;
– Ξένος είναι, δεν τον βλέπεις; Ζητιάνος φαίνεται του λόγου του.
– Να φύγει, δεν έχει εδώ ο ξένος ασχολία.
– Να φύγει, να φύγει.

Σταθείτε! Για σας είναι η μελωδία, για το καλωσόρισμα. Χαρμόσυνη και δυνατή, όπως αρμόζει. Είμαστε συγχωριανοί πια, εδώ θα ψάξω το ριζικό μου. Θα πιάσω μια δουλειά στα καπνά ή στα βαμβάκια. Το λιοπύρι* το αντέχω και τη φλογέρα μου για ξεκούραση θα έχω.

– Σε γελάσανε, εδώ δεν έχεις δουλειά αλλά και να σου δίνανε, ποτέ κομμάτι σαν του λόγου σου δεν θα είχε ελπίδες. Δεν ανήκεις εδώ, μήτε εσύ μήτε οι μελωδίες σου, τ΄ ακούς; Χάσου τώρα από τα μάτια μας και ποτέ σου μη γυρίσεις.

– Χάσου, χάσου από εδώ ξένε. Μη γυρίσεις πίσω.

Οι ντόπιοι δεν σταμάτησαν να σιχτιρίζουν* το αγόρι μέχρι που κλαμένο έτρεχε με δάκρυα στα μάτια. Ποτέ του δεν είχε στεναχωρηθεί τόσο που ούτε τη φλογέρα του δεν ήθελε να αγγίξει. Το αγόρι που είχε τόσο στενή σχέση με τη φύση και όλα άνθιζαν τριγύρω στις ξακουστές του μελωδίες, δεν είχε πια όρεξη και κουράγιο να συνεχίσει. Τριγύριζε στο μυαλό του διαρκώς η άσχημη και ντροπιαστική συμπεριφορά των ντόπιων.

Μαύριζε η ψυχή του αγοριού με τις μαύρες σκέψεις, μαύριζε και η πλάση.

-Συμφορά! Συμφορά! Πάνε οι σοδειές μας, μαύρα τα καπνά, μαύρα και τα βαμβάκια. Μαύρη συννεφιά και μαύρο αγέρι σήκωσε σε ολόκληρο τον κάμπο.

Οι μελωδίες του αγοριού που ξεσήκωναν ολάκερη την πλάση έπεσαν σε μαύρο πέπλο. Δίχως χαρά τίποτε δε θα γένη. Εναντιώθηκε η φύση στον τρόπο που φέρθηκαν οι ντόπιοι στο αγόρι.

Ντουνιάς δυνατός σήκωσε τα πεσμένα φύλλα και έφερε στην αγκαλιά του αγοριού γραμμένη μελωδία και την κράτησε σφιχτά να μη του φύγει. Καμωμένος όπως ήταν, τράβηξε για το χωριό και ας τον είχαν διώξει. Πάντα στη ζωή του ήξερε να βοηθά και ας μη γυρνάει πίσω. Είχε τη συνείδησή του καθάρια.

Έβλεπε τους ντόπιους και τον έπιανε η καρδιά του. Τρεις φορές το ίδιο αγέρι φύσηξε και του ΄ρθε αναλαμπή να παίξει επιτόπου τη μελωδία. Η μελωδία έδιωξε τη μαύρη μπόρα και όλα πήραν θέση ξανά. Ολάνθιστα και οι σοδειές πιότερο καρποφόρες από ποτέ. Οι ντόπιοι έκλαιγαν όχι για τις σοδειές αυτή τη φορά, αλλά για τον τρόπο που φέρθηκαν στ΄ αγόρι. Συγγνώμες και αναφιλητά* για να τον κρατήσουν κοντά τους. Και το αγόρι τους συγχώρεσε, γιατί δεν τους κρατούσε κακία. Από τότε μόνο γέλια και χαρές ηχούσε ο κάμπος και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

 

*δώθε κείθε = εδώ και εκεί
*μύρια = εκατοντάδες
*ανταμώσει = συναντήσει, επισκεφτεί
*σιχτιρίζουν=δηλώνουν απογοήτευση
*αναφιλητά=κλάμα με λυγμούς
*λιοπύρι=καύσωνας

 

Λίγα λόγια…

Το παραδοσιακό λαϊκό παραμύθι, το οποίο με χαρά και συγκίνηση σας παραθέτω ονομάζεται «Το αγόρι από τα ξένα». Το παρόν παραμύθι του «κάμπου», όπως τείνουμε να το φωνάζουμε  οικογενειακώς, έχει τις ρίζες του στη Θεσσαλία. Οι σοδειές, τα καπνά και τα βαμβάκια αποτελούσαν εδώ και αμέτρητα χρόνια το «βιός» πολλών ανθρώπων που δούλευαν στον κάμπο της Θεσσαλίας. Η ξενιτιά και το γλυκό καλωσόρισμα κάποιου για μια νέα αρχή σε κάτι καινούργιο έδινε νόημα και έφερνε τύχη στις σοδειές, πίστευαν οι παλιοί. Το άκουγα για χρόνια από τη γιαγιά μου, η οποία το είχε ακούσει από την κουνιάδα της σε νεαρή ηλικία. Η τελευταία περνούσε ατέλειωτες ώρες δουλεύοντας στον κάμπο και κάθε χρόνο περίμεναν με αγωνία την απόδοση και την καρποφορία της σοδειάς. Η καταγωγή της ήταν από την Καρδίτσα. Πίστευε στην καλοτυχία και στην καλοκαρδία των ανθρώπων. Ρωτώντας τη γιαγιά μου σχετικά με την προέλευση του παραμυθιού, μου είπε με βεβαιότητα ότι ήταν αδύνατο να είναι δημιούργημα της κουνιάδας της (πληροφοριακά βρίσκεται στα 97 της χρόνια σήμερα), για αυτό και από κάπου αλλού θα το είχε μάθει πιο πριν. «Ο κόσμος τότε μοιραζόταν ιστορίες, παραμύθια, ήταν πολλές οι ώρες που δούλευαν και το είχαν ανάγκη τούτο το μοίρασμα. Οι λέξεις πάντα ενώνουν, να το θυμάσαι», μου είπε πρόσφατα χαρακτηριστικά η γιαγιά μου.

Ένα παραμύθι με πλοκή φανταστική σίγουρα δεν είναι προορισμένο για διδαχές και εσκεμμένα μηνύματα. Αυτό όμως που υπερασπίζομαι συχνά είναι ότι «οι παλιοί είναι σοφοί». Και πράγματι, αυτό το παραμύθι με έχει διδάξει πολλά, που μεγαλώνοντας τα καταλάβαινα ακόμα περισσότερο. Η αγάπη για ζωή, η δύναμη της φύσης, της μουσικής, οι συμπεριφορές των ανθρώπων, ο σεβασμός και η αλληλεγγύη. Είναι πολλά. Μα πάνω από όλα είναι συνδεδεμένο με αναμνήσεις από τη γιαγιά μου!

Ζάρα Δήμητρα

 

Δείτε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού Εδώ >>

Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ / ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Tags:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *