«Το Αρέψ Σεγκί» – Λαϊκό Παραμύθι #20 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

Share

«Το Αρέψ Σεγκί» – Λαϊκό Παραμύθι #20 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

 

Βαθιά στα μέρη της Ανατολής, υπήρχε ένα πλούσιο βασίλειο όπου ο βασιλιάς και η βασίλισσα διοικούσαν αρμονικά και δίκαια και όλοι οι υπήκοοι ήταν ευτυχισμένοι. Το βασιλικό ζεύγος είχε τρεις γιους που τους μεγάλωνε με αγάπη και όλες τις βασιλικές τιμές. Ο μεγάλος τους ο γιος επιδιδόταν με μεγάλη επιτυχία στις πολεμικές τέχνες και γενικότερα διακρινόταν για τη δύναμη και την ευρωστία του. Ο δεύτερος είχε θαυμαστές επιδόσεις στην ιππασία και την τοξοβολία. Ένας περήφανος και επιμελής νέος. Ο τρίτος και μικρότερος δεν είχε τόση ρώμη και τον περισσότερο χρόνο του τον περνούσε στα βιβλία του, ζωγραφίζοντας και κάνοντας περισσότερη παρέα στη μητέρα του τη βασίλισσα, που κι εκείνη του είχε αδυναμία. Έβγαινε συχνά απ’ το παλάτι ντυμένος απλοϊκά και ανακατευόταν με τον κόσμο στην αγορά και χάζευε τον κόσμο, άκουγε τις φωνές με τις οποίες διαλαλούσαν τις πραμάτειες τους, θαύμαζε τις κοπέλες που σπάνια κυκλοφορούσαν έξω, άκουγε συζητήσεις και ιστορίες από μαζεμένους γέροντες, με σοφές κουβέντες και πολύτιμες συμβουλές σε νεότερους ή και μεταξύ τους. Πάντα του άρεσε να το κάνει αυτό και μετά έπαιρνε ιδέες για τους πίνακές του και ζωγράφιζε ηλιοκαμένα πρόσωπα, όμορφα γυναικεία κεφάλια με χρυσά χυτά μαλλιά, πάγκους με φρούτα και πραμάτειες, πέτρινα σκαλάκια που είχαν αραδιασμένα πάνω τους κοφίνια με φρούτα και ζαρζαβατικά, άλογα δεμένα στην άκρη του πέτρινου τείχους που έκλεινε την μεγάλη πόλη της χώρας τους από τον έξω κόσμο.

Οι μέρες τους κυλούσαν ειρηνικά και όμορφα και τα αγόρια του βασιλιά μεγάλωναν και εκπαιδεύονταν για τη διαδοχή της βασιλείας από τον βασιλιά πατέρα τους καθώς μεγάλωναν κι εκείνος αναπόφευκτα άσπριζε στα μαλλιά αλλά και ευελπιστούσε να ξεκουραστεί καμαρώνοντας τα παιδιά του, τα πολύ ρωμαλέα και ικανά παιδιά του. Συχνά πυκνά έλεγε στην αγαπημένη του γυναίκα:

– Αρετή μου, αγαπημένη μου βασίλισσα, είμαι περήφανος για τα παιδιά που μεγαλώσαμε και περισσότερο είμαι ευγνώμων σε σένα για τη μόρφωση και την εκπαίδευσή τους. Σοφά τα έχεις διαχειριστεί ανάλογα με τις χάρες του καθενός αλλά και με την διάπλαση του χαρακτήρα τους σε σχέση με τις αξίες και τα ιδανικά, την αδελφική αγάπη, την ανιδιοτέλεια που τα δίδαξες μέσω των ικανών δασκάλων που τους διάλεξες.

Μόνο να, αυτός ο μικρός (τα αδέλφια είχαν από ένα χρόνο διαφορά το ένα με το άλλο) λίγο ξέφυγε. Τον βλέπουν συχνά να κάνει παρέα στην αγορά με υπηκόους μας, χωρίς να τους λέει ότι είναι το βασιλόπουλο, με μεγαλύτερους γέροντες, με ζωγράφους του δρόμου και μικροπωλητές. Δεν του πολυαρέσει η πάλη, η πολεμική τέχνη και συνέχεια τον βρίσκεις ή μ’ ένα βιβλίο αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων ή μ΄ ένα πινέλο ζωγραφικής να ζωγραφίζει πρόσωπα, τοπία, άλογα.
Η έννοια μου είναι να αναλάβει ο αξιότερος τη βασιλεία, χωρίς να δυσαρεστηθούν οι άλλοι και να διοικηθεί το βασίλειό μας με δικαιοσύνη και αξιοσύνη.

Η γλυκιά βασίλισσα Αρετή τον κρατούσε από το χέρι, όπως στα πρώτα χρόνια της αγάπης τους, και τον άκουγε με υπομονή αλλά και ψάχνοντας να βρει τις κατάλληλες απαντήσεις που θα τον καθησυχάσουν. Αρκετές έννοιες είχε με τη διακυβέρνηση και του έλεγε:
– Βασιλιά μου, αγάπη μου, όμορφέ μου Όλβιε, άδικα ανησυχείς. Τα παιδιά μας έχουν μεγαλώσει με όλα τα εχέγγυα της καλής ανατροφής, με τους καλύτερους Έλληνες δασκάλους και έχουν μεγάλη αγάπη μεταξύ τους τ’ αδέλφια. Δεν πιστεύω ότι θα διαπληκτιστούν για την διαδοχή, καθώς το πρέπον είναι να αναλάβει ο μεγάλος μας γιος πρώτος.

Ο βασιλιάς καθησυχάστηκε, αν και τον απασχολούσε έντονα αυτό το ζήτημα. Πολλές κοντινές χώρες παρακολουθούσαν την εξέλιξη και την καλή κατάσταση του βασιλείου και περίμεναν με υπομονή το μεγάλωμα των δικών τους παιδιών (κυρίως αυτών που είχαν θυγατέρες), για να στείλουν προξενιά γνωριμίας στα όμορφα και ξακουστά αγόρια-κληρονόμους του θρόνου του βασιλιά Όλβιου.

Ο καιρός περνούσε αρμονικά μέχρι που η αγαπημένη μητέρα και βασίλισσα Αρετή ασθένησε βαριά και κανείς γιατρός δεν μπορούσε να την κάνει καλά. Είχαν φέρει τους καλύτερους απ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Σαν μια κατάρα να χτύπησε την οικογένεια. Και τότε παρουσιάστηκε η Bahar, μια όμορφη κοπέλα από τα βάθη της Ανατολής με το χάρισμα να λέει το μέλλον και να βλέπει πράγματα που άλλοι δεν έβλεπαν. Η Bahar, λοιπόν, ζήτησε να δει τον βασιλιά. Οι αυλικοί του βασιλέως δεν άφηναν τη γυναίκα να πλησιάσει και ενώ εκείνη επέμενε, τη φασαρία πήρε είδηση το μικρότερο βασιλόπουλο και πήγε κατευθείαν στον βασιλιά λέγοντάς του τα καθέκαστα. Αμέσως ο βασιλιάς έδωσε διαταγή να οδηγήσουν την κοπέλα μπροστά του, αφού την κεράσουν φρούτα και άλλα γλυκά.

Η Bahar, λοιπόν, που τ’ όνομά της σημαίνει άνοιξη, οδηγήθηκε μπροστά στον βασιλιά, που αν δεν είχε τον καημό του με την ασθένεια της Αρετής του θα είχε θαμπωθεί από την ομορφιά, την καλότροπη εμφάνιση και συμπεριφορά της κοπέλας. Ενώ αυτή ήταν ακόμη σε βαθιά υπόκλιση μπροστά του και δεν σήκωνε το βλέμμα της ακόμη απ’ το πάτωμα προς ένδειξη σεβασμού προς τον δίκαιο και φημισμένο βασιλέα Όλβιο, τη ρωτά χωρίς άλλη καθυστέρηση, καθώς η βασίλισσα βαριανάσαινε και δεν σηκωνόταν πια καθόλου από το βασιλικό κρεβάτι της:
– Έμαθα ότι το όνομά σου είναι Bahar. Λοιπόν, τι έχεις να μου πεις για την αρρώστια της γυναίκας μου; Κανένας γιατρός και άλλος θεραπευτής δεν μπόρεσε να την κάνει καλά.

Η Bahar με ευγένεια απάντησε:
– Βασιλιά μου, με όλο τον σεβασμό, θα σας ζητήσω να βγουν όλοι από τη βασιλική αίθουσα ακρόασης και θα ήθελα να σας μιλήσω κατ’ ιδίαν.

Ο βασιλιάς δεν έχανε και τίποτε να το κάνει κι έτσι διέταξε όλους τους αυλικούς του, ακόμη και τον έμπιστο συμβουλάτορά του, τα βασιλόπουλα και όλους να φύγουν από την αίθουσα.
– Βασιλιά μου, η ασθένεια της αγαπημένης μας βασίλισσας Αρετής οφείλεται σε κατάρα από μια κακιά μάγισσα, τη μάγισσα Φούρκα, που βλέπει τα πάντα μέσα απ’ τον καθρέφτη της. Αυτή ζήλεψε την όμορφη οικογένεια με τα παιδιά σας και την αγάπη σας με τη βασίλισσα και τη μάγεψε. Η λύση στο πρόβλημά σας είναι το αηδόνι που έχει φυλακισμένο η Φούρκα σ’ ένα κλουβί στο δωμάτιό της στον πύργο της. Το Αρέψ Σεγκί. Αυτό το αηδόνι μπορεί να λύσει τα μάγια με το ιερό του τραγούδι. Γιατί το Αρέψ Σεγκί τραγουδά τη χαμένη του ελευθερία, γιατί το έπιασε και το φυλάκισε. Αυτός ο πόνος στο τραγούδι του σπάει κάθε κατάρα. Γι’ αυτό κι αυτή το φυλάκισε. Στείλε λοιπόν τα θαρραλέα και γενναία βασιλόπουλά σου να φέρουν το Αρέψ Σεγκί. Αν δεν με πιστεύεις, κράτα με φυλακισμένη εδώ μέχρι να έρθει το Αρέψ Σεγκί. Αν μου επιτρέπει η μεγαλειότητά σου, θα ήθελα να σου πω ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα μετρήσεις και την αξιοσύνη των παιδιών σου, ανάλογα με το ποιος θα τα καταφέρει να περάσει τις δοκιμασίες για την απόκτηση τέτοιου πολύτιμου αγαθού όπως το Αρέψ Σεγκί και τις δοκιμασίες που θα τους κάνει η μάγισσα. Ο ικανότερος θα ξεχωρίσει κι έτσι θα δώσεις τη βασιλεία σε αυτόν που το αξίζει.

Ο βασιλιάς την κοίταξε στα χρυσοπράσινα μάτια της και είδε την αλήθεια που του έλεγε. Πίστευε βαθιά μέσα του πως ο πρώτος, ο πιο θαρραλέος θα έφερνε το μαγικό αηδόνι, το Αρέψ Σεγκί. Αλλά έμενε να το διαπιστώσει κιόλας.

Έτσι το πήρε απόφαση. Θα στείλει τον μεγάλο του γιο, τον πιο ρωμαλέο και γενναίο, πρώτο στην πάλη, την ιππασία και σίγουρος ότι η αγάπη του για τη μητέρα του θα τον δυνάμωνε να φέρει το πολυπόθητο Αρέψ Σεγκί. Φυσικά και συναίνεσε ο πρώτος και πιο γενναίος γιος για τη θεραπεία της πολυαγαπημένης του μητέρας.

Έτσι, λοιπόν, παίρνει ένα δισάκι γεμάτο ψωμί, τυρί και άλλα φαγητά, τα φορτώνει στο άλογό του και δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει ξεκινά για τον πύργο της Φούρκας. Οι πρώτες δύο μέρες πέρασαν γρήγορα. Την τρίτη μέρα συναντά μια άσχημη και φτωχή ζητιάνα, τον σταματά και του λέει:
– Παλληκάρι μου φαίνεσαι άρχοντας και άξιος. Σε παρακαλώ, δώσε μου λίγα κέρματα να αγοράσω κάτι να φάω και θα σου πω μια συμβουλή για αντάλλαγμα.
Το βασιλόπουλο, επειδή ήταν άσχημη και φτωχή, συνηθισμένο σε όμορφες και περίτεχνες κοπέλες της αυλής, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη και αψηφώντας τα λόγια των σοφών δασκάλων του ότι η εξωτερική ομορφιά δεν παίζει τον πρώτο ρόλο, την περιφρόνησε. Δεν έδωσε καμία προσοχή στα λόγια της και την παραμέρισε λέγοντάς της ότι δεν έχει ανάγκη από συμβουλές.

Περνά η μέρα χωρίς κανένα εμπόδιο και πιο κάτω συναντά έναν γέρο πεσμένο στην άκρη του δρόμου, σ’ ένα χαντάκι να του φωνάζει.
– Παλληκάρι μου, σε παρακαλώ, δώσε μου ένα χέρι βοήθειας, βγάλε με από το χαντάκι, δώσε μου κάτι να φάω, είμαι εξαντλημένος τόσες μέρες εδώ και θα πεθάνω αν δεν με βοηθήσεις.

Το βασιλόπουλο του απαντά:
– Γέρο, δεν προλαβαίνω να σε βοηθήσω τώρα, πηγαίνω σε μια σπουδαία αποστολή στον πύργο της μάγισσας για να βοηθήσω τη μητέρα μου και όταν γυρνάω και είσαι ακόμη εδώ, θα σε βοηθήσω.
– Σε παρακαλώ, παιδί μου, μη μ’ αφήνεις, δεν θα σε καθυστερήσω. Θα σου πω και μια συμβουλή για να σε βοηθήσω.
– Τι συμβουλή να μου πεις εσύ, γέρο; Δεν χρειάζομαι τίποτε. Είπαμε, όταν γυρίζω.

Και αφήνει τον γέρο πεσμένο στο χαντάκι και φεύγει. Μετά από δύο μέρες φτάνει στον πύργο της μάγισσας. Εκείνη είχε πάντα σκεπασμένο το κλουβί του αηδονιού με ένα μαύρο πανί για να μην κελαηδάει και το ακούσει κάποιος και επίσης, είχε δει το βασιλόπουλο απ’ το παράθυρό της και τον περίμενε με το μαγικό ραβδί της στο χέρι.
Ανοίγει τη μεγάλη πόρτα του πύργου κάτω και το βασιλόπουλο κάνει να μπει και βλέπει δεξιά από την πόρτα μια σειρά από δεμένα σκυλιά αδυνατισμένα και πεινασμένα έχοντας μπροστά τους ωμά κρέατα και από αριστερά μια σειρά από λιοντάρια πεινασμένα και άγρια έχοντας μπροστά τους κόκκαλα που δεν μπορούσαν να φάνε ούτε τα μεν ούτε τα δε. Περνάει και όπως πάει ν’ ανέβει τη σκάλα η μάγισσα του λέει κάποιες μαγικές φράσεις και μεταμορφώνεται σε σκύλο δεμένο δίπλα στα άλλα σκυλιά. Τα σαρκαστικά της γέλια ακούστηκαν μέχρι το παλάτι.

Περίμεναν λίγες μέρες όλοι, αλλά μάταια περίμεναν την επιστροφή του πρωτότοκου. Η κατάσταση της βασίλισσας γινόταν όλο και πιο δύσκολη, δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει και κάθε μέρα έλιωνε στο κρεβάτι. Μάταια τα δύο αγόρια της και ο αγαπημένος της Όλβιος προσπαθούσαν να της δώσουν κουράγιο για να αναλάβει λίγο η υγεία της. Πλησίαζε το τέλος κι όλοι ήταν στενοχωρημένοι και ανήσυχοι.

Τα βράδια, περιμένοντας τον αδελφό του να γυρίσει, ο μικρός καθόταν στο όμορφο αίθριο του παλατιού και άκουγε τα τραγούδια της Bahar, όμορφα τραγούδια της πατρίδας της, που τραγουδούσε στη βασίλισσα για να την κάνει να ξεχνιέται. Η τόσο γλυκιά φωνή της άγγιζε τα μύχια της καρδιάς του και γλύκαινε τις ώρες της προσμονής του. Δεν την είχε παρατηρήσει πολύ την πρώτη μέρα που την είδε, αλλά θυμάται ένα όμορφο γλυκό κορίτσι με λεπτούς τρόπους και βασιλική, λες, κορμοστασιά. Κανείς άλλος δεν έδινε σημασία στην όμορφη Bahar. Γιατί τη θεωρούσαν ασήμαντη που δεν είχε τίτλο ευγενείας για τους γιους του βασιλιά. Αυτός όμως ο μικρός και λεπτός νεαρός ήθελε να τη ζωγραφίσει να γέρνει στο μπαλκόνι μυρίζοντας τα γλυκά φούλια και έχοντας το ασήμι του φεγγαριού στα κοκκινόξανθα μαλλιά της. Κάτι μες στην καρδιά του του έλεγε ότι αυτή είναι μια ξεχωριστή κοπέλα. Όπως κι η άνοιξη είναι μοναδική και ξεχωριστή.

Ο βασιλιάς, χωρίς να έχει άλλη επιλογή, φωνάζει τον δεύτερο γιο του και του λέει:
– Παιδί μου, ο αδελφός σου είναι εμφανές ότι δεν θα γυρίσει. Έτσι λοιπόν ο κλήρος πέφτει σε σένα να πας για το Αρέψ Σεγκί και να δεις τι συνέβη στον αδελφό σου και να τον φέρεις πίσω.

Ο δεύτερος γιος φυσικά συμφώνησε, γιατί και τον πατέρα του αλλά και τη μητέρα του υπεραγαπούσε και φυσικά και τον αδελφό του. Ανησυχούσε τι να του έχει συμβεί.

Ξεκινά λοιπόν αμέσως με τις ίδιες προμήθειες κι αυτός για τον δρόμο προς τον πύργο της μάγισσας. Εκτυλίσσεται η ίδια ιστορία. Του παρουσιάζεται η άσχημη και φτωχή ζητιάνα ζητώντας του νερό και κάνα κέρμα να φάει κι εκείνος ακολουθεί την ίδια τακτική με τον αδελφό του παραμερίζοντας την. Μετά από μια μέρα συναντά τον γέροντα στην άκρη του δρόμου, του λέει εκείνος ότι κι ένας άλλος νέος πέρασε αλλά δεν τον βοήθησε και ότι θα του δώσει πολύτιμες συμβουλές όμως κι αυτός ο γιος σκέφτηκε ότι ένας γέροντας αλήτης στην άκρη του δρόμου τι συμβουλή θα μπορούσε να του έδινε και του είπε κι αυτός ότι βιάζεται και δεν προλαβαίνει.

Φτάνει στον Πύργο, βρίσκει ανοιχτή την πόρτα και δεμένα τα σκυλιά και τα λιοντάρια. Και πριν καλά καλά καταλάβει τι του γίνεται, ακούει το φρικιαστικό γέλιο της μάγισσας που τον μεταμόρφωσε σε λιοντάρι δεμένο να μην μπορεί να φάει το φαγητό μπροστά του.

Περνούσαν οι μέρες και ο βασιλιάς κόντευε να πεθάνει από την αγωνία του. Μια για τη γυναίκα του που αργοπέθαινε και μια για τα παιδιά του που είχαν εξαφανιστεί. Σκεφτόταν ότι ο μικρότερος έτσι απαίδευτος που ήταν στην πάλη και που μόνο τα γράμματα και τη ζωγραφική έκανε καθημερινά, πώς θα κατάφερνε να βγάλει εις πέρας μια τέτοια αποστολή. Όμως μη έχοντας άλλη επιλογή φωνάζει τον μικρότερο και με πόνο ψυχής του λέει:
– Παιδί μου, ξέρω ότι δεν θέλεις τη βία και τους αγώνες, αλλά τ’ αδέλφια σου είναι εξαφανισμένα και η μητέρα σου κοντεύει να τελειώσει. Δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρεις, αλλά μόνο εσύ έμεινες να πας να φέρεις το Αρέψ Σεγκί και να δεις τι απέγιναν τα αδέλφια σου.

Ο μικρός με μεγάλη προθυμία είπε στον πατέρα του:
– Πατέρα μου, το ότι δεν αγαπώ την πάλη και τον πόλεμο δεν σημαίνει ότι μου λείπει η κρίση και το θάρρος. Και σ’ αυτή την περίπτωση δεν μπορεί κανείς άλλος να βοηθήσει παρά εγώ. Μην φοβάσαι, θα φέρω το Αρέψ Σεγκί και τ’ αδέλφια μου. Σου το υπόσχομαι.

Ο πατέρας του τον αγκάλιασε, τον φίλησε, πήγε και είπε στη μητέρα του ότι σε λίγες μέρες θα είναι πίσω με το γιατρικό της και της ζήτησε να τον περιμένει. Τη φίλησε και λίγο πριν φύγει, κατέβηκε να δει την Bahar. Ζήτησε να τη δει κι εκείνη ευγενική και πρόσχαρη έκανε μια βαθιά υπόκλιση. Τα χρυσοπράσινα μάτια της άστραψαν μες στα δικά του. Εκείνος δεν είχε δει πιο όμορφα μάτια απ’ όλες τις κοπέλες που συναντούσε στην αγορά, αλλά και στο παλάτι. Την πλησίασε με ευγένεια και της είπε. Σ’ ευχαριστώ πολύ που βοήθησες με τις πληροφορίες σου τον πατέρα μου και βασιλιά. Φεύγω να πάω να βρω το Αρέψ Σεγκί και τ’ αδέλφια μου. Ανησυχώ μήπως δεν προλάβω τη μητέρα μου. Εκείνη με σεβάστηκε και με μόρφωσε με τον καλύτερο τρόπο. Υπόσχομαι ότι θα γυρίσω για έναν ακόμη λόγο. Θα ήθελα να σου χαρίσω την ελευθερία σου, αφού πρώτα ζωγραφίσω το πορτρέτο σου. Θα μου κάνεις αυτή τη χάρη;

Εκείνη σήκωσε τα μάτια της από το πάτωμα και τον αγκάλιασε, λες, με το βλέμμα κουνώντας καταφατικά το κεφάλι και ψέλλισε:
– Βασιλιά μου, θα ήθελα με όλο το σεβασμό να σου πω δυο συμβουλές.
– Δεν είμαι ακόμα βασιλιάς, της αποκρίνεται αυτός, αλλά πες μου, σ’ ακούω με προσοχή.
– Εκεί που θα πας θα συναντήσεις μια ζητιάνα. Θα σου ζητήσει όβολα και νερό. Να φανείς καλός μαζί της γιατί αυτή η ζητιάνα είναι μια καλή νεράιδα που μετρά τις αρετές των ανθρώπων.

Παρακάτω θα συναντήσεις ένα γεράκο πεσμένο μέσα σε ένα χαντάκι. Θα σου ζητήσει βοήθεια να βγει από εκεί και φαγητό. Φέρσου του καλά και θα σου δώσει συμβουλές πολύτιμες για τον

Πύργο της μάγισσας. Τώρα σε αποχαιρετώ και θα σε περιμένω. Μου υποσχέθηκες κι εγώ δεν ξεχνώ.
– Σ’ ευχαριστώ, Bahar μου, για τις συμβουλές σου, είναι πολύτιμες. Όμως έτσι κι αλλιώς εγώ θα βοηθούσα τους ανθρώπους αυτούς, γιατί δεν αντέχω να βλέπω ανθρώπους να υποφέρουν. Αλλά σ’ ευχαριστώ.

Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της και τα μάτια της άστραψαν σαν κομμάτια χρυσού.

Ετοιμάζεται ο μικρός να φύγει. Παίρνει τις ίδιες προμήθειες. Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει και να σου που συναντά το πυκνό δάσος ένα μέρος που μπορούσε να διανυκτερεύσει για λίγο να ξαποστάσει το άλογό του. Πετάγεται η ζητιάνα από το δάσος και του λέει.
– Παλληκάρι μου, δώσε μου, σε παρακαλώ, λίγο νερό να πιω, έχω μέρες που δεν ήπια. Της δίνει το φλασκί με το νερό. Μήπως έχεις και λίγα κέρματα να πάρω λίγο ψωμί;
– Ναι, κυρά μου, πάρε.
– Παιδί μου, σ’ ευχαριστώ, λέει και μεταμορφώνεται σε μια όμορφη και καλοντυμένη παχουλή κοπέλα. Είμαι η νεράιδα της καλοσύνης. Πέρασαν από δω πριν μέρες τ’ αδέλφια σου και δεν μου έδωσαν ούτε μια σταγόνα νερό. Λοιπόν, στην Πύργο της Φούρκας που πηγαίνεις θα φυλάξεις να πας μεσημέρι, που ο ήλιος γέρνει τα τρία τέταρτα της σκιάς των δέντρων. Αυτή εκείνη την ώρα κοιμάται. Το κλειδί της πόρτας είναι κρεμασμένο πίσω από τα κλαδιά της βουκαμβίλιας αριστερά κάτω από τη σιδεριά του παραθύρου. Θα βγάλεις λίγο λαδάκι απ’ το φαγητό σου, θα λαδώσεις το κλειδί και τους μεντεσέδες της πόρτας για να μην τσιρίξει όταν την ανοίγεις και ξυπνήσει. Άντε, πήγαινε τώρα κι όπως είπαμε.

Πέρασαν κάνα δυο μέρες και να σου ο γέρος μες στο χαντάκι να κλαίει και να λέει:
– Βοήθεια, παιδί μου, μια βοήθεια. Βγάλε με από δω. Είμαι γέρος και ανήμπορος. Έχω να φάω μέρες και δεν έχω δυνάμεις να σηκωθώ.

Κατεβαίνει απ’ τ’ άλογό του ο Ληδός, το μικρότερο βασιλόπουλο, σηκώνει τον γέροντα, τον καθίζει σε μια πέτρα, βγάζει ψωμί και τυρί και λίγο κρασί και του δίνει. Αυτός αναθάρρησε, τον κοίταξε με αγάπη και του είπε:
– Μπράβο, παιδί μου, σ’ ευχαριστώ. Δύο παλληκάρια που πέρασαν πριν καιρό δεν με άκουσαν και δεν με βοήθησαν. Άκου, λοιπόν, εκεί που πηγαίνεις στον Πύργο της Φούρκας, μόλις ανοίξεις την πόρτα, πρώτη σου δουλειά είναι να βάλεις τα κόκκαλα στους σκύλους και τα κρέατα στα λιοντάρια που θα βρεις μπαίνοντας. Αυτό θα τα απασχολήσει και θα τα ησυχάσει και εσύ στα νύχια θ’ ανέβεις τη σκάλα σιγά σιγά και θα πάρεις το ραβδάκι της μάγισσας, που το κρύβει κάτω απ’ το μαξιλάρι της, και αμέσως να την χτυπήσεις στο κεφάλι κι αυτή θα γίνει σαύρα και αν μπορέσεις, να τη σκοτώσεις κιόλας. Μετά βγάλε το μαύρο πανί από το κλουβί και πάρε το Αρέψ Σεγκί που θ’ αρχίσει να τραγουδά και θα σε αγαλλιάσει. Με το ραβδάκι σου κατεβαίνοντας θα χτυπήσεις όλα τα λιοντάρια και τα σκυλιά στο κεφάλι. Άντε, πήγαινε τώρα και να ‘χεις την ευχή μου παιδί μου.

Γρήγορα έφυγε ο Ληδός. Φτάνει στον πύργο, αλλά κρύβεται πίσω από τα δέντρα και όταν ο ήλιος έριχνε τη σκιά, όπως τους είπε η νεράιδα της καλοσύνης, εκείνος βρήκε το κλειδί, ακριβώς όπως του είπε, ανοίγει και αλλάζει τα φαγητά στα λιοντάρια και τα σκυλιά τα οποία απασχολήθηκαν να καταβροχθίζουν την τροφή με τόση πείνα που είχαν. Ανεβαίνει σιγά σιγά και για καλή του τύχη ήταν γυρισμένη η Φούρκα πλάτη, της αρπάζει το ραβδάκι, τη χτυπά στο κεφάλι και να σου έγινε σαύρα. Τη λυπήθηκε να τη σκοτώσει κι αυτή γλίστρησε από τα σκαλιά έξω και εξαφανίστηκε.

Κατεβαίνει και χτυπά με το ραβδάκι τα σκυλιά και τα λιοντάρια τα οποία μεταμορφώνονται αίφνης σε βασιλόπουλα όμορφα και μεταξύ αυτών και τα αδέλφια του Ληδού. Αγκαλιάζονται και φιλιούνται, ενώ το Αρέψ Σεγκί δεν σταματούσε να κελαηδά με χάρη και γλυκύτητα.
Επιστρέφουν γρήγορα στο παλάτι και ο Ληδός ανεβαίνει στη μητέρα του με το Αρέψ Σεγκί και το γλυκό και θεραπευτικό του κελάηδημα βοηθά τη βασίλισσα Αρετή κι ανοίγει τα μάτια της, που γεμίζουν δάκρυα χαράς καθώς βλέπει τα παιδιά της τα βασιλόπουλα πάλι.

Ο Ληδός κατασκευάζει ένα ωραίο σπιτάκι για το αηδόνι, το παρακαλά να κάνει τη μητέρα του καλά και μετά του υπόσχεται ελευθερία να πάει όπου εκείνο επιθυμεί. Ζωγραφίζει όλο το δωμάτιο της μητέρας του με όμορφα δέντρα και όμοια με το Αρέψ Σεγκί πουλιά, για να μην αισθάνεται μοναξιά μέχρι να τελειώσει το έργο του, αυτό της θεραπείας.

Και μετά πηγαίνει στον πατέρα του, του φιλά το χέρι και τον ρωτά αν είναι ευχαριστημένος. Του αποκαλύπτει ότι είναι ερωτευμένος με την Bahar και τη θέλει για γυναίκα του, γιατί αυτή και όλη η σπουδή που έκανε τον βοήθησαν να κερδίσει τις μεγάλες δοκιμασίες για την κατάκτηση του Αρέψ Σεγκί.

Ο πατέρας του του είπε θα σου απαντήσω αύριο.

Την επαύριο καλεί τα παιδιά του όλα και παρουσία της βασίλισσας, που είχε αρχίσει και γινόταν αρκετά καλά, και παρουσία της Bahar, η οποία είναι ντυμένη με βασιλικά ρούχα, αρχίζει να τους μιλά:
– Αγαπημένα μου παιδιά, έχω να σας πω τα εξής. Ο αδελφός σας ο Ληδός αποδείχθηκε ο πιο σοφός και ικανός για να πάρει τη βασιλεία και τον θρόνο μου. Γιατί εκτός από ρωμαλεότητα, η σοφία είναι ένα χρήσιμο συστατικό για μια άριστη διακυβέρνηση. Με πολλή αγάπη, λοιπόν, σας ανακοινώνω την απόφασή μου να δώσω τον θρόνο μου στον Ληδό. Θέλω να παραμείνετε αγαπημένοι όπως αρμόζει σε αδέλφια και να αναγνωρίσετε τις αδυναμίες σας, για να γίνετε καλύτεροι άνθρωποι. Κατά επιθυμία του αδελφού σας η Bahar θα γίνει γυναίκα του. Η κοπέλα αυτή είδε τον αδελφό σας σε ένα κυνήγι. Είναι κόρη του βασιλιά της διπλανής χώρας και ήθελε να τον βοηθήσει γιατί τον ερωτεύτηκε. Θέλησε όμως να την ερωτευτεί γι’ αυτό που είναι κι όχι γιατί είναι βασιλοπούλα κι έτσι ήρθε να τον βοηθήσει με τις συμβουλές της και όλους εμάς φυσικά.

Ο Ληδός και τ’ αδέλφια του είχαν μείνει παγοκολόνες από τα συνταρακτικά νέα που άκουγαν. Ο Ληδός ήταν πολύ συγκινημένος και ικανοποιημένος. Τα αδέλφια του είχαν λίγο στενοχωρηθεί που έχασαν τη βασιλεία, αλλά το έβλεπαν καθαρά ότι αυτό ήταν το δίκαιο.

Ο Ληδός, όμως, επειδή ήταν διαφορετικής εκπαίδευσης με τα γράμματα και τη ζωγραφική, με τους σοφούς δασκάλους του είχε μάθει πολλές αξίες και αρετές, είπε στον πατέρα του ότι θα κυβερνήσει τη χώρα μαζί με τ’ αδέλφια του έχοντας εκείνος την υψηλή επιστασία. Όσο για την Bahar, την πλησίασε, την πήρε στην αγκαλιά του και της έδωσε ένα μοναδικό φιλί.

Η βασίλισσα Αρετή συγκινημένη θυμήθηκε το πρώτο της φιλί με τον βασιλιά και άντρα της.

Έμοιαζαν πολύ. Τη στιγμή του φιλιού του Ληδού με την Bahar το πιο όμορφο, γεμάτο αγάπη και καλοσύνη τραγούδι ακούστηκε σ’ όλη τη χώρα από το Αρέψ Σεγκί.

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

 

Αφιερωμένο στη μνήμη της μητέρας μου που μου το έλεγε τα βράδια. Η μητέρα μου καταγόταν από τη Σμύρνη της Μικρασίας και το παραμύθι είναι φερμένο από κει. Της το έλεγε η μητέρα της Μαρία το γένος Καμπακλή γεννημένη το 1904, που το έμαθε από τη γιαγιά της. Είναι παραμύθι τουλάχιστον 3 αιώνων κι όταν τη ρωτούσα τι σημαίνει μαμά Αρέψ Σεγκί μου έλεγε σημαίνει αγάπη.

Όλγα Αχειμάστου

 

Δείτε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού Εδώ >>

Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ / ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Tags:

Comments (3)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. Ο/Η ΜΑΡΙΑ ΛΥΤΟΥΔΗ λέει:

    ΜΠΡΑΒΟ ,ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ

  2. Ο/Η Μελινα λέει:

    Υπέροχο !

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *