Ένστικτο και Λογική (Μαρία Καρυτινού) / Αρθρογραφία ✍

Share

ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΚΑΙ ΛΟΓΙΚΗ

ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΚΑΙ ΛΟΓΙΚΗ

γράφει η Μαρία Καρυτινού,

Αν επιθυμούσαμε να αναλύσουμε τους παραπάνω όρους, θα έπρεπε να αναλογιστούμε πως το περιεχόμενο των λέξεων αυτών έχει άμεση και ανάλογη σχέση με την προσωπικότητα, την ιδεολογία, την ιδιοσυστασία και ιδιοσυγκρασία του καθενός μας. Δηλαδή, οι όροι αυτοί αλληλοσυνδέονται με τη ζωή μας, την προσωπική, την ιδιωτική, τις εμπειρίες μας, τα βιώματα μας, τον τρόπο όπου γαλουχηθήκαμε, τις επιδράσεις που δεχτήκαμε -θετικές, αρνητικές- από το οικογενειακό ή οποιοδήποτε άλλο περιβάλλον, καθώς και τα πρόσωπα που μας άγγιξαν, μας δίδαξαν, μας καθοδήγησαν, μας συμβούλευσαν ή μας αλλοτρίωσαν, μας αμαύρωσαν, μας ταπείνωσαν, μας εξευτέλισαν, μας υποσκέλισαν. Γενικά, λόγω των ποικίλων και δύσκολων καταστάσεων της ζωής, αντιλαμβανόμαστε πως πρέπει να μάθουμε να ελισσόμαστε, να προλαμβάνουμε γεγονότα προτού καν αυτά μας πλησιάσουν, με αποτέλεσμα να μην απομακρυνθούμε από το στόχο και τον προορισμό μας. Στην περίπτωση αυτή, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τους δύο πρώτους παράγοντες- όρους, δηλαδή το ένστικτο και τη λογική. Φυσικά, το ποιό θα προταθεί και ποιό θα έπεται αυτό εξαρτάται από όσα αναφέραμε παραπάνω. Αν, για παράδειγμα, έχουμε μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον, όπου τα γύρω μας πρόσωπα μας έμαθαν να κινούμαστε με βάση τη λογική, το νου, τα υπέρ και τα κατά, τα θετικά και τα αρνητικά, σε αυτήν την περίπτωση, το άτομο θα ακολουθήσει, εκείνο που έλαβε ως πρότυπο, ως «σήμα κατατεθέν» από τους οικείους του σε έναν άλφα ή βήτα χρόνο στο παρελθόν. Εδώ η λογική αποτελεί πλέον το άλφα και το ωμέγα, την αρχή και το τέλος. Η κατηγοριοποίηση, η αφαιρετική ικανότητα, η κριτική σκέψη, τα δεδομένα που κάποιος κρατεί στα χέρια του, καθώς και όσα λαμβάνουν ή δεν λαμβάνουν χώρα γύρω του, παίζουν βαρυσήμαντο λόγο, προκειμένου να πάρει μια απόφαση , συμφέρουσα γι’ αυτόν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το συγκεκριμένο πρόσωπο θα παραβλέψει τον παράγοντα ένστικτο είτε γιατί δεν τον έχει χρησιμοποιήσει μέχρι τώρα, είτε διότι δεν μπορεί να τον αξιοποιήσει ορθά. Προφανώς τούτο οφείλεται στο γεγονός, ότι, κι αν ακόμη το άκουσε στο παρελθόν ή το έζησε μέσω κάποιου άλλου, το θεώρησε ασήμαντο και κατά συνέπεια αμελητέα ποσότητα μέσα στη ζωή του. Κι όμως, αυτή η ίδια η ζωή, μας έχει αποδείξει πάμπολλες φορές πως αυτό το ένστικτο μπορεί να σώσει, να αγαπήσει, να κατευθύνει, να παρακινήσει, να αποφασίσει, να δρομολογήσει καταστάσεις, που σε πρώτη φάση θεωρούνται αδύνατες ή ανέφικτες προς λύση με βάση την κοινή λογική. Ας μην λησμονούμε πως ο άνθρωπος, στα πρώτα στάδια της ζωής του κινείται, χρησιμοποιώντας το ένστικτο προς χάρη της επιβίωσης. Αλλά και στο απαρχές της ανθρώπινης ύπαρξης συναντάμε το ένστικτο για τροφή, προστασία, αναπαραγωγή. Άρα το ένστικτο δεν μας είναι κάτι άγνωστο, απλά κάτι που γνωρίσαμε κάποτε αλλά που δεν αφήσαμε να κυριαρχήσει στη ζωή μας ή που δεν μας επιτράπηκε, όταν θελήσαμε να δημιουργήσουμε κοινωνία και πολιτισμό.

Ας σκεφτούμε, λοιπόν, για λίγο ένα παιδί. Έχετε άραγε αναλογιστεί πώς και γιατί τα παιδιά πλησιάζουν τούτον ή εκείνον. Το μικρό παιδί είναι αγαθό, αγνό, δεν υπάρχουν μέσα του ούτε κακίες, ούτε πάθη, ούτε ερωτηματικά. Δέχεται με αφέλεια και αγαθότητα ό,τι του δίνεται χωρίς να ψάξει το πώς και το γιατί. Λόγω όμως αυτής της απουσίας των παθών, λειτουργεί με κεντρομόλο δύναμη το ένστικτο, εφόσον δεν έχει μάθει ακόμη να χρησιμοποιεί το λογικό του. Έτσι τα αισθήματα παίζουν πρωταρχικό ρόλο στο παιδί κάτι που το οδηγεί να πλησιάσει εκείνη ή εκείνον που θα του χαμογελάσει ή θα του μιλήσει. Η προσέγγιση ή μη, που θα επιτευχθεί, εξαρτάται από τον εσωτερικό κόσμο του προσώπου που θα θελήσει να το αγγίξει, να του μιλήσει ή να το αγκαλιάσει. Θα πρέπει να γνωρίζουμε πως το χάδι και η αγκαλιά ή ακόμη και το χαμόγελο είναι χαρακτηριστικά στοιχεία, αφού μέσω αυτών κάποιος καθρεφτίζει, αντικατοπτρίζει τον εσωτερικό του κόσμο, τα συναισθήματά του, ό,τι σκέφτεται, το «έχειν» και το «είναι του». Αυτό το «είναι» κάνει την προσιτότητα ή όχι, αυτό το «είναι» καθιστά το παιδί ασφαλές μαζί μας ή όχι. Εμείς υπάρχει περίπτωση να μην μπορούμε να το αντιληφθούμε αλλά το μικρό παιδί χάρη στο ένστικτό του, και όχι ακόμη χάρη στη λογική του, το εισπράττει και μας χαμογελά ή μας δίνει με λαμπερό βλέμμα, αλλά με μια ελαφρά διστακτικότητα, το χέρι του. Από την άλλη το δικό μας βλέμμα, η γλυκύτητα της φωνής μας καθώς και η σταθερότητά της, μας καθιστά πρόσωπα ασφαλή γι’ αυτό. Εδώ, λοιπόν, βλέπουμε ότι το παιδί χρησιμοποιεί το ένστικτο.

Με την πάροδο του χρόνου, μεγαλώνοντας, καθώς εντασσόμαστε μέσα στα κοινωνικά πλαίσια με όλα τα συν και τα πλην, αναγκαζόμαστε να παραμερίσουμε το ένστικτο και να φέρουμε στην πρώτη γραμμή τη λογική. Αν είμαστε τυχεροί και κρατήσουμε κάτι από τη χροιά του ενστίκτου της παιδικής ηλικίας μέσα μας, έχει καλώς, διαφορετικά η λογική επικρατεί και θεωρούμαστε πλέον ορθολογιστές ή λογικοκρατούμενοι. Όμως, και σ’ αυτήν την περίπτωση, αν βρεθούμε σε κατάσταση κινδύνου, ακόμη κι εμείς «οι λογικοί άνθρωποι» του εικοστού πρώτου αιώνα, που έχουμε προοδεύσει σε κάθε τομέα της ζωής, θα χρησιμοποιήσουμε το πανάρχαιο ένστικτό μας, αν απαιτηθεί.

Φυσικά, υπάρχει και μια κατηγορία ανθρώπων, ίσως πιο ευνοούμενοι από τους άλλους που έχουν μάθει να ισορροπούν μεταξύ των δύο καταστάσεων. Οι τελευταίοι κινούνται με βάση -ό,τι έχουν ως δεδομένο -ή μπορεί και να μην έχουν δεδομένα- τη λογική αν κρίνουν ότι απαιτείται στην παρούσα περίπτωση ή μόνο το ένστικτο ή και τα δύο ταυτόχρονα, απλά, διότι κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης και διαμόρφωσης της προσωπικότητάς τους δεν παραμέρισαν το ένστικτο αλλά το ενέταξαν στο όλο τους, το έκαναν κομμάτι του κόσμου τους και πολλοί μάλιστα απ’ αυτούς το καλλιέργησαν δεόντως. Επρόκειτο για άτομα παρατηρητικά, που όμως δεν φανερώνουν ό,τι είναι, πρόσωπα που δεν αφήνουν τίποτα στην τύχη , ούτε λόγο, ούτε πράξη, και που έμαθαν, αυτοδιδάχτηκαν σιγά-σιγά να βλέπουν, να διακρίνουν πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων και των προσώπων και να διεισδύουν σ’ αυτά. Ούτως ή άλλως μόνο με την ψυχή μπορεί να δει κανείς καθαρά, την ουσία, την αλήθεια των πραγμάτων δεν την αντιλαμβάνονται ολοκληρωμένη οι οφθαλμοί μας, παρά μόνο αν ανοίξουν και ακούσουν εκείνο που «υποθάλπεται» ή υπολανθάνει. Αντιλαμβανόμαστε, βέβαια, πως αυτό δεν είναι κάτι που αποκτά κανείς από τη μια μέρα στην άλλη, αφού απαιτείται ενδοσκόπηση, αυτοκριτική, ψυχική δύναμη και πλάτυνση του νου και του ψυχικού μας κόσμου. Αν το ένστικτο, στην περίπτωση αυτή, μας υπαγορεύσει πως πρέπει να ακολουθήσουμε ταύτη την οδό, πρέπει να την ακολουθήσουμε, αφού ο εσωτερικός νους μπορεί να βλέπει, να αντιλαμβάνεται, να προαισθάνεται κάτι που συμβαίνει μακριά από μας, είναι ο λεγόμενος «προορατικός νους». Αυτόν τον προορατικό νου, την εσωτερική φωνή του ενστίκτου ας μην την παρακούσουμε, ούτε να την αποπέμψουμε, ας την ακολουθήσουμε, κι ας μην την προδώσουμε, διότι έτσι, ίσως, μπορέσουμε να βοηθήσουμε, να ενισχύσουμε ή να παρέμβουμε θετικά στη ζωή των άλλων. Φυσικά αυτό απαιτεί θετικισμό και αγαθή σκέψη, σκέψη που δεν λογαριάζει την κακία, την εκδικητικότητα, το μίσος, παρά διαθέτει μόνο καλό λογισμό, αγάπη, ζεστασιά και συγχώρεση που πρόθυμα χωρίς κόπο δίδεται απλόχερα στους άλλους. Το ένστικτο, το θετικό ένστικτο, λειτουργεί μόνο κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες. Γι’ αυτό και μόνο με βάση αυτές τις προϋποθέσεις μπορούμε να το λάβουμε υπόψη, στην αντίθετη περίπτωση μπορεί να αποβεί μοιραίο τόσο για μας όσο και για τους άλλους.

Μαρία Καρυτινού

Είμαι Εκπαιδευτικός (ΠΕ)- Ειδική παιδαγωγός (Μαθησιακές Δυσκολίες- Ημερήσια Φροντίδα Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες) - απόφοιτος "Βοηθός νοσηλευτού χειρουργείου" (από ΙΕΚ)- απόφοιτος του Τομέα Υγείας "Βοηθός Νοσηλευτού (ΕΠΑΛ). Η Μαρία Καρυτινού αρθρογραφεί στο eBooks4Greeks.gr από τον Αύγουστο του 2018.

Άρθρα

Κατηγορία: ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Tags: , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *