«Η πριγκίπισσα που δεν γελούσε» – Λαϊκό Παραμύθι #18 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

Share

«Η πριγκίπισσα που δεν γελούσε» – Λαϊκό Παραμύθι #18 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

 

Παραμύθι-μύθι-μύθι, το κουκί και το ρεβίθι εμαλώνανε στη βρύση, πέρασε και η φακή και τα βάζει φυλακή. Μα η φάβα της φωνάζει «Φακή βγάλ’ τα, δεν πειράζει!».

Κάποτε, σε μια μακρινή χώρα, ζούσε ένας βασιλιάς. Αυτός ο βασιλιάς είχε μια κόρη. Η κόρη του, όμως, δεν γελούσε ποτέ. Όσο κι αν προσπάθησε ο βασιλιάς, ό,τι κι αν έκανε, εκείνη δεν γελούσε.

Λίγο πιο μακριά από το παλάτι, ζούσε μια μητέρα με τον γιο της, ο οποίος ήταν τεμπέλης και χαζούλης. Μια μέρα, η μητέρα είπε στον γιο της να πάει να πλύνει τον πατσά πολύ καλά για να τον μαγειρέψει. Έτσι και έκανε, πήγε στο ποτάμι και έπλενε τον πατσά από το πρωί μέχρι το απόγευμα. Στον δρόμο του για τον γυρισμό προς το σπίτι κουράστηκε και έτσι έβαλε τον πατσά στο κεφάλι του για να τον κουβαλάει καλύτερα. Όμως κάποια στιγμή, το παλικάρι πέρασε κοντά από την κόρη του βασιλιά, η οποία είχε πάει μια βασιλική βόλτα με τον πατέρα της και την φρουρά έξω από το παλάτι. Το παλικάρι δεν τους είδε, γι’ αυτό συνέχισε να κουβαλάει αμέριμνος τον πατσά στο κεφάλι, όμως η κόρη του βασιλιά τον είδε και άρχισε να γελάει. Τότε ο βασιλιάς χαρούμενος, διέταξε τους φρουρούς να φέρουν αυτόν τον άντρα στο παλάτι.

Την επόμενη μέρα, οι φρουροί πήγαν στο σπίτι αυτού του άντρα και πρόσταξαν αυτόν και τη μητέρα του να πάνε στο παλάτι για να τους μιλήσει ο βασιλιάς. Η μητέρα είπε στον γιο της να βρει κάτι για να πάνε για δώρο στο παλάτι. Μα, επειδή ήταν φτωχοί και αυτός ήταν και χαζούλης, ξεβίδωσε την πόρτα του σπιτιού τους και την πήρε μαζί του για να την δώσει δώρο στο παλάτι.

Άρχισαν το ταξίδι τους προς το παλάτι, αλλά τους έπιασε η νύχτα και έψαχναν πού να κοιμηθούν για να μην τους φάνε οι λύκοι και τα υπόλοιπα ζώα που υπήρχαν μέσα στο δάσος. Τότε το παλικάρι σκέφτηκε να σκαρφαλώσουν σε ένα δέντρο, να βάλουν την πόρτα στα κλαριά και να ξαπλώσουν πάνω της. Έτσι κι έκαναν. Όμως κάποια στιγμή μέσα στο βράδυ, κάποιοι κλέφτες πήγαν, χωρίς να το καταλάβουν, κάτω από το δέντρο που κοιμόντουσαν η μητέρα με τον γιο της και άρχισαν να μετράνε τις λίρες που έκλεψαν. Έλα μου όμως που το παλικάρι εκείνη την ώρα κατουριόταν και δεν άντεχε να τα κρατήσει. Τι του έλεγε η μητέρα του πως οι κλέφτες θα τους καταλάβουν, τι του έλεγε πως θα τους σκοτώσουν, εκείνος δεν άντεξε και άρχισε να κατουράει από πάνω. Ευτυχώς γι΄ αυτούς, οι κλέφτες νόμιζαν πως ήταν βροχή. Μα ξαφνικά…έσπασαν τα κλαριά κι έπεσε η πόρτα με τη μητέρα και τον γιο της. Όμως οι κλέφτες, που δεν κατάλαβαν τι ήταν, τρόμαξαν τόσο πολύ που το έβαλαν στα πόδια και πέταξαν πίσω τους και τις λίρες. Τότε τις λίρες τις πήραν η μητέρα με τον γιο της κι έγιναν πλούσιοι.

Το πρωί της επόμενης μέρας, συνέχισαν το ταξίδι τους προς το παλάτι και το παλικάρι, θέλοντας να πολλαπλασιάσει τις λίρες, ρώτησε τη μητέρα του τι να κάνει κι εκείνη του απάντησε: “Πέντε-έξι την ημέρα και εκατό την εβδομάδα” και αυτός το επαναλάμβανε συνέχεια για να μην το ξεχάσει, αφού ήταν και χαζούλης. Τότε, στον δρόμο τους για το παλάτι, έπεσαν σε μια κηδεία και έτσι όπως περνούσαν, το παλικάρι συνέχιζε να επαναλαμβάνει τη φράση: “Πέντε-έξι την ημέρα και εκατό την εβδομάδα”. Όταν το άκουσαν αυτό οι άνθρωποι στην κηδεία, τους έβρισαν και τους έδιωξαν. Το παλικάρι ρώτησε τη μητέρα του τι λέμε σε μια κηδεία κι εκείνη του απάντησε: “Αυτός και κανένας άλλος” και το παλικάρι το επαναλάμβανε για να μην το ξεχάσει. Μετά από λίγο, η μητέρα με τον γιο της, έπεσαν σε έναν γάμο. Το παλικάρι συνέχιζε να επαναλαμβάνει τη φράση “Αυτός και κανένας άλλος” και γι’ αυτό τους έβρισαν κι αυτοί και τους έδιωξαν. Μετά από όλα αυτά, η μητέρα με τον γιο της κατάφεραν επιτέλους να φτάσουν στο παλάτι, όπου ο βασιλιάς τους επιφύλασσε υπέροχα νέα.

Όταν συνάντησαν τον βασιλιά, εκείνος ήταν όλο χαρά και τους είπε πως θέλει να παντρέψει την κόρη του με αυτόν, επειδή την έκανε να γελάσει και θα έκανε τα πάντα για να ξαναδεί την κόρη του να γελάει. Έτσι, το παλικάρι παντρεύτηκε την πριγκίπισσα και έγινε βασιλιάς. Κι έζησαν αυτοί με γέλια και χαζομάρα κι εμείς με περισσότερα!

ΤΕΛΟΣ

 

Τόπος καταγωγής: Μικρά Ασία
Χρονολογία στο περίπου: 1900
Πώς το έμαθαν: Από στόμα σε στόμα (από συγγενείς)

Δημητριάδη Νεφέλη

 

Δείτε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού Εδώ >>

Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ / ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Tags:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *