«Οι δυο αδερφές» – Λαϊκό Παραμύθι #17 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

Share

«Οι δυο αδερφές» – Λαϊκό Παραμύθι #17 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

 

Μια φορά κι έναν καιρό σε δυο χωριά χτισμένα σε δυο αντικριστούς λόφους ζούσαν δυο αδερφές. Η μία ήταν πολύ φτωχή και ζούσε σε ένα καλυβάκι στην άκρη του Κάτω χωριού και η άλλη πολύ πλούσια και ζούσε σε ένα πυργόσπιτο στην πλατεία του Πάνω χωριού. Η φτωχή είχε πολλά παιδιά κι ο άντρας της είχε πεθάνει. Δυσκολευόταν λοιπόν να τα ζήσει και συχνά παρακαλούσε την πλούσια αδερφή της να της δώσει τα αποφόρια των παιδιών της για να τα ντύνει και να μη κρυώνουν. Κι όταν πάλι δεν είχε μια δεκάρα να πάρει λίγο ψωμί τής ζητούσε το μπαγιάτικο της προηγούμενης μέρας που περίσσευε από το πλούσιο τραπέζι της. Έτσι περνούσαν οι μέρες και η ζωή, εύκολη για τη μία και πιο σκληρή για την άλλη.

Αυτή όμως που είχε πραγματικά σκληρή καρδιά ήταν η πλούσια αδερφή. Ένα σωρό φαγητά είχε στο τραπέζι της και μια μπουκιά ψωμί δεν έδινε στην αδερφή της. Ούτε αποφόρια να φορέσουν τα παιδιά της ούτε παπούτσια παλιά να μη σκίζουν οι πέτρες και τα αγκάθια τα πόδια τους. Η φτωχή αδερφή δεν παραπονιόταν για την τύχη της ούτε της κρατούσε κακία. Κι όσο κι αν κακοπερνούσε πάντα έβλεπε με συμπόνια όποιον είχε ανάγκη και πάντα με τον λόγο τον καλό στο στόμα προσπαθούσε να δώσει παρηγοριά κι ελπίδα σε κάθε κατατρεγμένο. Μια μέρα λοιπόν που δεν είχε τι να βάλει στο τσουκάλι πήρε τον τορβά της και κίνησε να μαζέψει χόρτα στους αγρούς πέρα από το χωριό. Περπατούσε, περπατούσε αλλά χόρτα δεν έβρισκε. Στο πέρασμα της ώρας ο ήλιος άρχισε να καίει και η ζέστη έγινε ανυπόφορη. Σε μια στροφή του μονοπατιού απάντησε μια πετροβρύση και κάθισε στη σκιά του βράχου να πιει νερό. Μετά από λίγο ξεδίψασε κι έκανε να συνεχίσει τον δρόμο της. Τότε πρόσεξε το στόμα μιας σπηλιάς πίσω από τη βρύση και πολλά χορτάρια γύρω από τη σπηλιά. Προχώρησε προς τα εκεί και πίσω από τα χορτάρια είδε έναν σιδερένιο φράχτη. Τον έσπρωξε κι αντίκρισε πέτρινα σκαλιά που οδηγούσαν κάτω από τη γη.

“Πόσο δροσερά είναι εδώ μέσα”, συλλογίστηκε κι άρχισε να τα κατεβαίνει ένα-ένα. Σε λίγο βρέθηκε σε μια μεγάλη κάμαρη που υπήρχαν πολλές γάτες.
“Καλημέρα”, τις χαιρέτησε.
“Καλημέρα”, τις είπαν κι εκείνες.
“Πού είναι ο αρχηγός σας;”, ρώτησε η γυναίκα.

“Δέκα σκαλιά πιο κάτω θα πάμε”, είπε η πιο όμορφη από αυτές, μια καστανή με πράσινα μάτια και μεγάλο μουστάκι και η φτωχή κοπέλα την ακολούθησε. Πράγματι μετά από δέκα σκαλιά ακριβώς βρέθηκαν σε μία άλλη κάμαρη με δυο πέτρινα θρονιά. Εκεί καθόταν ο βασιλιάς γάτος και η βασίλισσα γάτα με τους αυλικούς και άλλες γάτες να τους παραστέκουν.
“Καλώς σας βρήκα”, είπε η γυναίκα.
“Καλώς όρισες κυρά”, της είπαν .
“Άσε κάτω τον τορβά σου να ξαποστάσεις και να σε φιλέψουμε”, της είπε η βασίλισσα.

Της παίρνει μια γάτα τον τορβά και μαζί με τις άλλες γάτες τον γεμίζουν με φλουριά.
“Πήγαινε στο καλό τώρα”, της λένε. Πήρε η φτωχή τον τορβά και τράβηξε για το καλυβάκι της. Χαρές που έκανε μαζί με τα παιδιά της! Αγόρασαν φαγητό και χόρτασαν την πείνα τους, φόρεσαν ωραία ρούχα, έβαλαν στα πόδια τους παπούτσια κι αγόρασαν ένα καλό σπίτι να μείνουν. Έδωσαν και πολλά φλουριά στους φτωχούς συγχωριανούς τους κι όλοι χαιρόντουσαν με τη χαρά τους.

Όταν τα νέα έφτασαν στο Πάνω χωριό, η πλούσια αδερφή κόντεψε να σκάσει από τη ζήλεια της. Έκρυψε όμως την κακία της κάτω από ένα ψεύτικο χαμόγελο και πήγε δήθεν να δει την αδερφή της στο καινούργιο της σπίτι και να τη συγχαρεί για την καλή της τύχη.

“Τι όμορφο σπίτι”, θαύμασε τη θέα που έφτανε ως κάτω στη θάλασσα. “Μα πού τα βρήκες όλα αυτά τα λεφτά, αγαπημένη μου αδερφή;”
Η αδερφή της, που την καλοδέχτηκε δίχως να της κρατά κακία, της είπε την ιστορία με τις γάτες.

“Να πάμε μαζί μήπως που δώσουν κι εμένα. Τι λες, καλή μου;”
“Και βέβαια να πάμε αφού το θες.”

Το άλλο πρωί νωρίς ξεκίνησαν. Στον δρόμο η ζηλιάρα αδερφή γκρίνιαζε για τον ήλιο και τη ζέστη.
“Να, φτάσαμε στην πετρόβρυση, να η σπηλιά, να και ο φράχτης”, την ησύχαζε η άλλη.

Μπήκαν στη σπηλιά, κατέβηκαν τα σκαλοπάτια με τη γκρίνια της κι έφτασαν στη μεγάλη αίθουσα με τις γάτες.
“Καλημέρα, ήρθαμε να σας δούμε, να χαιρετήσουμε και τους αφέντες σας”, είπε η καλόψυχη αδερφή. Η άλλη με κατεβασμένα μούτρα το μόνο που ήθελε ήταν να γεμίσουν φλουριά οι δυο τορβάδες της. Γιατί δεν της αρκούσε ένας, δύο είχε φέρει μαζί της.
“Πάμε να τελειώνουμε γιατί θα με φάνε όλες αυτές οι γάτες”, ψιθύρισε στην αδερφή της.
“Είναι δέκα σκαλιά παρακάτω η αίθουσα με τα θρονιά των βασιλιάδων”, της είπε εκείνη και άρχισε να κατεβαίνει. Πίσω της η γκρινιάρα κι ακολουθούσαν οι γάτες.
“Καλημέρα”, είπε στον βασιλιά και στη βασίλισσα, η αδερφή της όμως δε μίλησε.
“Δώσε μας τον τορβά σου να σε φιλέψουμε”, της είπαν οι γάτες κι αμέσως τους έδωσε και τους δύο τορβάδες. Πήραν και τον τορβά της καλόψυχης αδερφής και μετά τις κέρασαν τσάι από βότανα.

Στους δύο τορβάδες της μιας έβαλαν φίδια κι από πάνω λίγα παξιμάδια. Στον τορβά της άλλης φλουριά ως απάνω.
Όταν ετοιμάστηκαν να φύγουν, η βασίλισσα γάτα γύρισε στην ψηλομύτα αδερφή. “Τους τορβάδες σου να τους ανοίξεις μονάχη και μακριά από όλους όταν φτάσεις στο σπίτι σου. Σύμφωνοι;”. Εκείνη κούνησε το κεφάλι κι άρχισε να ανεβαίνει βιαστικά τα σκαλιά. Πήραν τον δρόμο για τα χωριά τους κι όταν έφτασε στο σπίτι της κλείστηκε στην κάμαρή της κι άνοιξε τους τορβάδες. Εκείνη την ώρα δεν υπήρχε άλλος στο σπίτι κι έτσι κανείς δεν είδε τον τρόμο της καθώς πετάχτηκαν τα φίδια και την έπνιξαν. Στο σπίτι όμως της άλλης αδερφής ήταν μαζεμένα τα παιδιά της και οι χαρούμενες φωνές τους και όταν άνοιξε τον τορβά, κουδούνισαν τα φλουριά, σκορπίστηκαν στον αέρα κι έφτασαν μέχρι κάτω στη θάλασσα.

“Κι έζησαν όλοι αυτοί καλά
στα χρόνια τα κατοπινά
κι όποιος τη θύρα τους χτυπά
ούτε πεινά ούτε διψά”

Τέλος και τω Θεώ δόξα

 

Το παραμύθι αυτό το άκουσα από τη γιαγιά μου που ζούσε στους Κάτω Δολούς της Μεσσηνίας. Τα αντικριστά χωριά είναι οι Πάνω και οι Κάτω Δολοί, μας τα έδειχνε καθώς μας έλεγε το παραμύθι με τις γάτες επειδή εγώ τις φοβόμουνα. Με αυτό το παραμύθι έμαθα να μην τις φοβάμαι γιατί δεν ήθελα να είμαι σαν την κακιά αδερφή. Το θυμάμαι τόσο ζωντανά ως σήμερα, τόσα χρόνια μετά, όμως δε γνωρίζω ακριβώς πόσο παλιό είναι. Γνωρίζω όμως ότι στο χωριό υπήρχαν ένα σωρό γάτες και οι παππούδες μου τις θεωρούσαν συγχωριανούς. Πολύ καθαρά ζώα και πολύ χρήσιμα, γιατί καθάριζαν τον τόπο από τα φίδια.

Βασιλική Παρασκευουλάκου

 

Δείτε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού Εδώ >>

Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ / ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Tags:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *