«Η βρύση του τρύγου» – Λαϊκό Παραμύθι #7 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

Share

«Η βρύση του τρύγου» – Λαϊκό Παραμύθι #7 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

 

Γύρω στις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη, αν τύχει κάποιος και βρεθεί στον ανήφορο πριν τον χωμάτινο δρόμο, νιώθει μια παράξενη γεύση στα χείλη και στο στόμα. Λες κι η πλάση ολόκληρη δεν είναι παρά ένα ατέλειωτο τσουκάλι που βράζει απ’ τα έγκατα της γης. Ο διαβάτης, λοιπόν, έχει στρίψει προς τον δρόμο και, ξαποσταμένος, σταματά στη βρύση να βρέξει την ξερή του γλώσσα. Αλλά εκείνη η βρύση δεν βγάζει ποτέ της ανθρώπινο νερό. Κι ο διαβάτης, που τόσο επιθυμεί να ξεδιψάσει, δεν ξεδιψά. Λένε πως τούτο το νερό δεν κυλά απ’ την πηγή του βουνού, αλλά αναβλύζει απ’ ένα γερμένο τσουκάλι στον λόφο πιο πάνω. Αιώνες ολόκληροι έχουν περάσει και το νερό απ’ το τσίγκινο δεν λέει να τελειώσει, το νερό της βρύσης δεν λέει να στερέψει κι οι μνήμες της νύχτας δεν λένε να πάψουν.

Μερικά χρόνια πριν, δεν ξέρουμε ποια μέρα γιατί δεν υπήρχαν τα ημερολόγια ακόμη, οι χωρικοί αποφάσισαν να στήσουν μια μικρή γιορτή για να γιορτάσουν το τέλος του τρύγου. Έτσι λοιπόν, στο οροπέδιο πριν τα ψηλά βουνά, στήθηκαν τα όργανα κι ο κόσμος άρχισε να ανεβαίνει με τα ζωντανά. Ο δρόμος ήταν τραχύς και τα κακόμοιρα ερχόντουσαν με τις γλώσσες έξω, αλλά το νερό της βρύσης ήταν δροσερό κι έπαιρνε τη δίψα τους. Τα τελευταία σπίτια δεν απείχαν και πολύ απ’ το μέρος της γιορτής. Εκεί, παρέες παρέες οι γριές του χωριού στεκόντουσαν και κοιτούσαν τους νέους να γιορτάζουν. Σαν κάποιος τις ρωτούσε γιατί δεν ήταν κι αυτές στην γιορτή, εκείνες γυρνούσαν την πλάτη τους κι έσβηναν τις λαμπάδες που κρατούσαν στα χέρια τους. Μόλις ο ξένος απομακρυνόταν, εκείνες έτριβαν τα σπίρτα κι έκαιγαν τα φυτίλια. Αυτό συνεχίστηκε μερικές φορές, μετά απόκαμαν και κρεμάστηκαν απ’ τα παράθυρα των πάνω ορόφων.

Στο μεταξύ το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά. Τα όργανα έπαιζαν με δύναμη κι ο πρώτος κύκλος είχε κιόλας στηθεί με τον χτύπημα του Πέτρου, του περίφημου νταουλτζή του χωριού και των περιχώρων. Τα μικρά, που δεν ήξεραν τα βήματα, πιανόντουσαν απ’ τις μανάδες τους και σούρνταιναν τα πόδια τους, τραβώντας τες είτε απ’ τα χέρια είτε απ’ τα μαλλιά. Μετά απ’ ένα τρελό τραγούδι, τα όργανα σταμάτησαν για μια ανάσα κι ένα ποτήρι κοκκινέλι. Τότε ήταν που ξεκίνησε το κακό.

Πίσω απ’ τη βρύση, το δέντρο άρχισε να τρέμει κι ένας ήχος κροτάλιζε απ’ τα βάθη της γης. Λες κι οι από κάτω χτυπούσαν τα τοιχώματά της με φιλντισένια ραβδιά που κάνουν θόρυβο. Τα μικρά έτρεχαν να δουν τι είναι αλλά οι μανάδες ούρλιαζαν και τα τράβαγαν πίσω. Ο ήχος ολοένα και δυνάμωνε και μια μυρωδιά καμένης σάρκας αναδύθηκε στον αγέρα. Δεν φτάνει που οι από κάτω χτυπούσαν τα τοιχώματα της γης με φιλντισένια ραβδιά, αλλά τα ραβδιά τους ήταν φλεγόμενα κι έψηναν οτιδήποτε βρίσκονταν κάτω απ’ αυτή σ’ ένα αόρατο τσουκάλι μες τη φωτιά.
Σε μια στιγμή όλα σταμάτησαν. Το δέντρο ησύχασε και δεν μύριζε πια καμένη σάρκα. Λες κι όλα αυτά δεν ήταν παρά μια φάρσα των θεατρίνων. Όλοι ξεφύσησαν κι εκεί που ήταν έτοιμα τα νταούλια να ξαναπιάσουν δουλειά, ακούστηκε ένα φοβερό γέλιο. Το δέντρο άρχισε να ταράζει τα κλαδιά του, που πήγαιναν δεξιά κι αριστερά. Το γέλιο δυνάμωνε κι ερχόταν απ’ την πλευρά του δέντρου. Κάτι δεν πήγαινε καλά εκείνη την αφέγγαρη νύχτα.

Δυο τρεις μεγαλόσωμοι άντρες πήγαν και στάθηκαν μπρος του δέντρου. Ένας έφερε απ’ τον στάβλο του μια βαριοπούλα. Του έδωσαν μια και το έριξαν χάμω. Πλησίασαν και δυο τρεις ακόμη. Τράβηξαν μ’ όλη τους την δύναμη τη ρίζα του και τότε το είδαν.

Είδαν ότι στις ρίζες του υπήρχε ένας άντρας. Τον χτύπησαν από ‘δω τον χτύπησαν απ’ εκεί, αλλά ο άντρας ήταν αναίσθητος. Τον τράβηξαν έξω και είδαν ότι η γυμνή του σάρκα ήταν πασαλειμμένη με αλλεπάλληλες στρώσεις απ’ ατόφιο χοντρό αλάτι. Έτσι εξηγείται πώς διατηρήθηκε, είπαν. Αλλά ποιος ήταν αυτός ο άντρας και ποιος το έκανε αυτό δεν ρώτησαν. Δεν τους απασχολούσε. Αυτό που έκαναν τώρα ήταν να βάλουν τον άντρα κάτω απ’ τη βρύση και να πλύνουν από πάνω του τ’ αλάτι. Είχαν βάλει μια σκάφη, που ‘τρεξε να φέρει ο Γιάννος απ’ το σπίτι του, να μαζέψουν τα νερά. Απίθωσαν το σώμα του δίπλα στη βρύση κι έμειναν να το κοιτάζουν. Τα μάτια τους είχαν καρφωθεί πάνω του και κάνα δυο άρχισαν να γλείφουν τα χείλη τους. Όλοι μαζί έκαναν ένα βήμα προς τα πίσω, πήραν φόρα και χίμηξαν.

Οι γριές απ’ το σαματά βγήκαν και πάλι έξω και κράταγαν μαύρες μεγάλες λαμπάδες στα χέρια τους. Έβλεπαν τους χωριανούς να τρέχουν αλαφιασμένοι πάνω κάτω κραδαίνοντας άγαρμπα κομμάτια κρέας. Ακόμη και τα μικρά έτρεχαν τριγύρω. Ο Γιάννος έδωσε μια με το πόδι του και γκρέμισε τη σκάφη με τ’ αλμυρό νερό προς τον λόφο πίσω απ’ τη βρύση.

Τα χείλη ολονών είχαν φουσκώσει κι ήταν ματωμένα. Ένα έντονο βυσσινί χρώμα πασάλειβε τα λακκώματα του πηγουνιού τους. Ήταν τόσο έντονο που, αν δεν το παραμόρφωνε το σβηστό φως της νύχτας, θα έλεγες ότι τούτα τα χείλη είχαν ξεκοιλιάσει κουφάρι ανθρώπινο.

 

Το παρόν παραμύθι προέρχεται από την ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, και συγκεκριμένα από τα χωριά που κάποτε υπήρχαν γύρω από τα όρη των σημερινών χωριών ανάμεσα στην Καστοριά και την Κοζάνη. Το παραμύθι αυτό το άκουσα το 2018, όταν κατά τη διάρκεια ενός εργαστηρίου στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα της Δημιουργικής Γραφής είχαμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε και να ερευνήσουμε μία περιοχή σχετικά με τα λαϊκά της παραμύθια και να τα παρουσιάσουμε. Το εν λόγω παραμύθι λέγεται ότι αποτελεί πραγματικό γεγονός που συνέβη κατά τη διάρκεια ενός γλεντιού τρύγου, που πιθανότατα συνέβη γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα ή αρχές του 20ου. Η ευγενική κυρία Γ. μάς πληροφόρησε για το παραμύθι και μας υπόδειξε το σημείο της περιβόητης βρύσης επάνω στο βουνό. Η δημιουργική αξιοποίηση των λαϊκών παραμυθιών αποτελεί μία πολύ όμορφη πράξη που διαφυλάττει την παράδοση και ταυτόχρονα προσφέρει μια νέα οπτική.

Αργύρης Φυτάκης

 

Δείτε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού Εδώ >>

Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ / ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ, Χωρίς κατηγορία

Tags:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *