«Ο νους ο γέρημος κάμνει τζιαι την τύχη γέρημην» – Λαϊκό Παραμύθι #6 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

Share

«Ο νους ο γέρημος κάμνει τζιαι την τύχη γέρημην» – Λαϊκό Παραμύθι #6 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

 

«κότσιηνη κλωστή διμμένη στην ανέμην τυλιμένη, δός της κλώτσον να γυρίσει, παραμύθθιν ν’ αρχινήσει».

Μια μέρα που η κυρα-Τύχη και ο κυρ-Νους ήταν σχετικά «αδκειασεροί», άρχισαν να λογομαχούν.

«Εγώ έχω παραπάνω δύναμιν πουλλόου σου. Εγώ ρίζω τα πάντα», καυχήθηκε η Τύχη.

«Είσαι πολλά γελασμένη. Εγώ κουμαντάρω τα πάντα. Ό,τι τζιαι να κάμεις, άμαν το πλάσμαν έν έσιει νουν, τρώει την τζιεφαλήν του», τόνισε ο Νους.

«Δίχα τύχην έν ημπορεί να δκιαβεί ο άδρωπος, Νου», επέμενε η Τύχη.

Καθώς η ώρα περνούσε χωρίς κάποιος να υποχωρεί, συμφώνησαν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους στην πράξη. Ο ηττημένος έπρεπε στο τέλος να παραδεχθεί την παντοδυναμία του νικητή.

Ο παμπόνηρος Νους πρότεινε τη δοκιμασία και η Τύχη δέχθηκε αμέσως. Σύμφωνα με το σχέδιο, η Τύχη έπρεπε να βοηθήσει, με όλες της τις δυνάμεις, κάποιον να κερδίσει κάτι πολύ σημαντικό. Ο δε Νους θα τον άφηνε να πορευθεί χωρίς τη δική του βοήθεια.

Για να δείξει το μεγαλείο της, η Τύχη επέλεξε να βοηθήσει έναν εργατικό, τίμιο αλλά πάμφτωχο χωρικό να πάρει για γυναίκα την κόρη του βασιλιά. Το γαμήλιο γλέντι ήταν λαμπρό και σε αυτό έδωσαν το παρόν πολλοί βασιλείς και άρχοντες. Γλέντι στήθηκε και για τον λαό, που μακάριζε τον νεαρό για την τύχη του και ήλπιζε να γίνει ένας φρόνιμος και πονετικός βασιλιάς. Ωστόσο, το επόμενο πρωί η βασιλοπούλα εμφανίστηκε στον πατέρα της κλαίγοντας.

«Πατέρα μου, ποιος εν που μας εστράβωσεν τζι’ εβάλαμεν μες το παλάτι τούτον τον σιυλλόπελλον;», άρχισε να λέει. Όπως του εξήγησε, μόλις μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα, ο γαμπρός έγινε

«θερκόν ανήμερον». Δηλαδή, ξέσκισε τα χρυσοκέντητα ρούχα του, το αραχνοΰφαντο πέπλο της, τα μεταξωτά σκεπάσματα και το πουπουλένιο στρώμα και ακολούθως εξαφανίστηκε1. Αφού περιέγραψε την περιπέτειά της, η βασιλοκόρη απαίτησε την παραδειγματική τιμωρία του ελεεινού συζύγου.

Εξοργισμένος ο βασιλιάς διέταξε τους φρουρούς του να βρουν τον χωρικό και να τον πάνε μπροστά του. Γρήγορα εκείνοι τον ανακάλυψαν στις αποθήκες του παλατιού, (μισοκρυμμένο μέσα σε ένα πιθάρι) τον άρπαξαν και τον πήγαν σηκωτό στον αφέντη τους.

«Ρε κκιλίντζιιρε, ρε αναβράκωτε, ρε κούφε διμούτσουνε, ήντα που εν τούτα που μας εκατάφερες; Πού επήεν ο νους σου; Καλά λαλούν πως την μαϊμούναν τζιαι με γρουσάφκια να την εντύσεις, πάλε μαϊμούνα ένει», άρχισε να λέει.

Αφού ξέσπασε την οργή του, ο βασιλιάς ανακοίνωσε πως η τιμωρία του «αμπάλατου» χωριάτη θα ήταν ο δημόσιος αποκεφαλισμός. «Έτσι κκελλέ έτσι ξιουράφιν θέλει», κατέληξε.

Ο ίδιος ο κατηγορούμενος άκουγε τον βασιλιά «χασκιασμένος», προσπαθώντας να καταλάβει πώς βρέθηκε από το χωράφι στο παλάτι και πλέον τον ετοίμαζαν για τον Άδη.

Αθέατη η Τύχη παρακολουθούσε τις εξελίξεις ανήμπορη να βοηθήσει τον ευνοημένο της, που «έβκαλε τ’ αμμάθκια του μόνος του». «Καλός-καλός ο σιοίρος μας, μα εβκήκεν χαλαζιάρης», μονολόγησε, θεωρώντας στην αρχή πως είχε βοηθήσει λάθος άνθρωπο. Γρήγορα, βεβαίως, η Τύχη κατάλαβε ή μάλλον παραδέχτηκε πως όλα πήγαν στραβά επειδή ο τυχερός άνθρωπος δεν είχε τη βοήθεια του νου. Άρα, μόνον ο Νους θα μπορούσε, ίσως, να τον σώσει.

Έτρεξε, λοιπόν, η Τύχη στον Νου, που παρακολουθούσε την περιπέτεια από τα δικά του λημέρια. Μόλις τον αντίκρισε, άρχισε να τον παρακαλεί να επέμβει, ώστε να μην αποκεφαλιστεί ο άνθρωπος λόγω της τύχης του:

«Να χαρείς Νου, βοήθα τον, τον γέρημον, να γλιτώσει την τζιεφαλήν του. Εν κρίμα».
«Τζιαι γιατί Τύχη μου έν τον βοηθάς εσού; Εγώ ήντα που αξίζω ομπρός σου;», ρώτησε ειρωνικά ο Νους.
«Νου, Νού, εγώ εβοήθησα τον να παντρευτεί τη βασιλοπούλα. Τζιείνος, όμως, έκαμεν τα θάλασσα… Έλειπεν του ο νους!».
«Ε τζιαι Τύχη μου, ήντα που του χρειάζετουν ο νους; Έν τον εκάνεν η τύχη»;
«Όι Νου, έν τον εκάνεν. Εχρειάζετουν τζιαι νουν για να πράξει σωστά».
«Τωρά παραδέχεσαι, Τύχη, πως δίχα νουν η τύχη σου εν άχρηστη; Παραδέχεσαι πως η δύναμη η δική μου εν μιαλύττερη που τη δική σου;».
«Μόνον ο νούσιμος ο άδρωπος μπορεί να κουμαντάρει την τύχην του. Χρειάζεται τζι’ η τύχη, αλλά εν ο νους που κουμαντάρει τζιαι τον άδρωπον τζιαι την τύχην του τζιαι το ριζικόν του».

Η παραδοχή ευχαρίστησε τον Νου, που θεωρούσε, κιόλας, άπρεπο να χάσει τη ζωή του ένας φτωχός άνθρωπος για ένα παιχνίδι. Έτσι, έστειλε τη φώτισή του τόσο στον χωρικό όσο και στον βασιλιά.

Ενώ, λοιπόν, ο δήμιος ετοιμαζόταν να κόψει την «τζιεφαλήν την όφτζιαιρην», ο βασιλιάς τον διέταξε να σταματήσει. Ακολούθως, ρώτησε τον μελλοθάνατο:

«Πέ μου τουλάχιστον τωρά, γιατί τα έκαμες τζιείνα ούλλα τα καραγκιοζιλλίδκια; Αντί να κουμαντάρεις τζιαι να σταθείς άξιος γαμπρός μου, επέλλανες. Πόσην αχαριστία πάνω σου, πόσην ποθκιαντραποσύνη;».

Σοφός, πια, ο χωρικός αποκρίθηκε:

«Έν εκαρτέρουν ένας βασιλιάς την κόρη να μου δώκει, τζι’ έπαιζα τζι’ εγώνη τον πελλόν, ώσπου να ξημερώσει. Είχα τύχην πολλήν μα ο νους εχάθην τέλεια. Τωρά εκατέβηκεν ο νους, αλλά το κακόν εγίνην. Ο νους ο γέρημος κάμνει τζιαι την τύχη γέρημην βασιλιά μου».

Ακούγοντας τα συνετά λόγια, ο βασιλιάς θαύμασε την αλλαγή του νεαρού άνδρα. Σκεπτόμενος, κιόλας, πως η εκτέλεση θα έβλαπτε τη φήμη του, αποφάσισε να δώσει στον γαμπρό του μια δεύτερη ευκαιρία.

Ευλογώντας την ανέλπιστη –διπλή πια– τύχη του, ο μυαλωμένος χωρικός αποδείχθηκε αντάξιός της. Και όταν πέθανε ο γερο-βασιλιάς ανέβηκε στον θρόνο, κυβέρνησε πολλά χρόνια και έμεινε ξακουστός όχι μόνο για την τύχη του αλλά και για τη σωφροσύνη του.

[1] Στο σημείο αυτό η αφηγήτρια τόνισε, διδακτικά, πως το σκίσιμο των ρούχων συνιστούσε και συνιστά επιβεβαίωση τρέλας. Κατά την έκφρασή της: «Όποιος σιίζει ρούχα εν πελλός».

 

Αφηγήτρια: Κυριακούλλα Ιωάννου, μητέρα. Γεννήθηκε (1944) και μεγάλωσε στον Άγιο Φώτιο, ένα ορεινό χωριό της επαρχίας Πάφου. Η ίδια έμαθε το παραμύθι και τις παράγωγες παροιμίες από τους δικούς της γονείς και τους παππούδες. Η δε παροιμία-τίτλος ήταν –και ως ένα βαθμό παραμένει– ενταγμένη στο καθημερινό λεξιλόγιο των ορμώμενων από κάποιο χωριό Κυπρίων. Όπως όμως διαπίστωσα, λίγοι γνωρίζουν το επεξηγηματικό παραμύθι. Για σκοπούς καλύτερης ροής και κατανόησης, τα αφηγηματικά μέρη του παραμυθιού γράφτηκαν στη δημοτική. Για τους διαλόγους προτιμήθηκε η ντοπιολαλιά, ώστε να μεταφερθούν πλήρη τα μηνύματα και η ένταση. Οι ιδιωματικές λέξεις εξηγούνται στο γλωσσάρι.

 Σωτηρούλα Βασιλείου

 

Επίμετρο
Το κεντρικό δίδαγμα του παραμυθιού εκφράζεται μέσα και από άλλες παροιμίες:
1. Ο νους ο άσκεφτος κάμνει τζιαι την τύχην κακορίζιτζιην.
2. Καθένας που το δώμαν του όπως θέλει κατεβαίνει.
3. Ππέφτουν τα παξιμάδκια τζιεί που έν έχουσιν δόγκια.
Υπάρχει, όμως, και ο αντίλογος, ο οποίος εκφράζεται με την παροιμία «αν έσιεις τύχην δκιάβαινε τζιαι ριζικόν περιπάτει» και η οποία επίσης συνδέεται με ένα παραμύθι.2

 

[2] Σύμφωνα με το παραμύθι αυτό, υπήρχε κάποτε ένας φτωχός χωρικός, ο οποίος πήγαινε κάθε μέρα στα χωράφια του από ένα συγκεκριμένο δρόμο. Ο Θεός αποφάσισε να τον βοηθήσει. Έτσι, έβαλε στον δρόμο του ένα πουγκί με χρυσά φλουριά. Όμως, εκείνη ακριβώς την ημέρα, ο χωρικός «επογύρισεν», δηλαδή πέρασε από άλλο δρόμο. Έτσι, δεν βρήκε τα φλουριά.

 

Γλωσσάρι
Αδκειασερός = έχω ελεύθερο χρόνο
Άδρωπος = άνθρωπος
Άμαν < άμα + αν = όταν
Αμμάτι, αμμάθκια = μάτι, μάτια. *Βκάλω τ’ αμμάθκια μου μόνος μου = βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια μου.
Αμπάλατος = άξεστος, άμυαλος, απολίτιστος
Αναβράκωτος = πάμφτωχος
Αρκόπελλος < άρκος (δηλ. άγριος) + πελλός = θεότρελος
Γρουσάφι = χρυσάφι
Δόγκια = δόντια
Δώμα = επίπεδη στέγη
Εγώνη = εγώ
Εν, ένει = είναι
Έν = δεν
Εν, ένει= είναι
Εννά < είναι να = θα
Έσιει, είσιεν = έχει, είχε
Ήντα = τι
Θερκόν = θηρίο
Κανεί, εκάνεν = αρκεί, αρκούσε
Κκελλέ = κεφάλι
Κκιλίντζζιιρος < τουρκ. çilingir (σιδηρουργός). Συνώνυμο της λέξης γύφτος. Χρησιμοποιείτο και χρησιμοποιείται ευρέως ως συνώνυμο των λέξεων ρακένδυτος και αλήτης
Κούφος / κουφή διμούτσουνος/η = οχιά δικέφαλη, δηλ. άνθρωπος διπρόσωπος, που άλλο δείχνει και άλλο είναι.
Μαϊμούνα = μαϊμού
Μιάλος, μιαλύττερος = μεγάλος, μεγαλύτερος
Μουττάτος = ψηλομύτης
Όφτζιαιρος = άδειος
Ποθκιαντραποσύνη = ξεδιαντροπιά
Που = που ή από
Πουλλόυ < από λόγου = από εσένα
Προυμουττώ = αναποδογυρίζω
Ρίζω = ορίζω, καθορίζω, διαφεντεύω
Σιοίρος = γουρούνι
Σιυλλόπελλος < σιύλλος (σκύλος) + πελλός = θεότρελος
Τέλεια = τελείως
Τζιαι = και
Τζιείνος/-η/-ό = εκείνος
Τζιεφαλή = κεφάλι
Χαλαζιάρης3 = σκάρτος
Χασκιασμένος = συγχυσμένος, χωρίς αντιδρά.
Ξιουράφιν = ξυράφι.

 

[3] «Καλός-καλός ο σιοίρος μας, μα εβκήκεν χαλαζιάρης»: λέγεται για ανθρώπους που αν και στην φαίνονταν καλοί, αποδείχθηκαν σκάρτοι.

 


 

Όπως συνέβη με αρκετές γυναίκες, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην αγροτική Κύπρο κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η μητέρα μου στερήθηκε τα γράμματα. Τέταρτο παιδί και πρώτη κόρη γεωργικής οικογένειας, πριν τελειώσει καν την Γ΄ Δημοτικού αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο για να φροντίζει τον νεογέννητο τέταρτο αδελφό της. Ενίοτε, ωστόσο, τα αυθόρμητα σχόλιά της επί χαρακτήρων και συμπεριφορών φίλων, γνωστών αλλά και δημοσίων προσώπων είναι πραγματικά σοφά.

Αρχικά η ευστοχία της με εξέπληττε. Μάλιστα, στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού και τις πρώτες του Γυμνασίου, τη ρωτούσα επίμονα πού τα είχε διαβάσει όλα εκείνα, καθώς τα μηνύματα των λόγων της παρέπεμπαν σε διδάγματα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. «Η ύβρις φέρει την τίσιν», είχε πει η φιλόλογος στην Α΄ Γυμνασίου και εγώ παρατήρησα με καμάρι πως η ρήση ήταν ταυτόσημη με την παροιμία: «Τον περήφανον τζιαι τον μουττάτον ο Θεός προυμουττά τον».

Μεγαλώνοντας, η μητρική σοφία έπαψε να με εκπλήσσει, αφού κατανόησα τη σπουδαιότητα, τις ιδιαιτερότητες, τον πλούτο και τη χρηστικότητα της πηγής της, η οποία δεν είναι άλλη από τον παραδοσιακό πολιτισμό.

Βάσει της συνειδητοποίησης αυτής, πλέον αναζητώ συστηματικά την ερμηνεία και την προέλευση των παρομοιώσεων, των παροιμιών και των αποφθεγμάτων, μέσω των οποίων η μητέρα μου και άλλοι άνθρωποι της γενιάς της περιγράφουν τον κόσμο. Συχνά η απάντηση κρύβεται σε ολόκληρες ιστορίες, οι οποίες εντυπωσιάζουν με το βάθος και την επικαιρότητά τους. Μία τέτοια είναι το παραμύθι, όπου πρωταγωνιστούν, προσωποποιημένοι, η Τύχη και ο Νους. Το… cast συμπληρώνουν ένας χωρικός, ένας βασιλιάς και η κόρη του.

Αφορμή για τη γνωριμία με το παραμύθι αυτό υπήρξε η παροιμία, η οποία αποτελεί και τον τίτλο του: «Ο νους ο γέρημος κάμνει τζιαι την τύχη γέρημην». Δηλαδή ο φτωχός, ο έρημος νους κάνει ίδια και την τύχη και ευθύνεται για το όποιο κατάντημα του ανθρώπου. Συνεπώς, η εξέλιξη του κάθε ανθρώπου ή συνόλου εξαρτάται από το μυαλό.

Αφού έμαθα το παραμύθι, πληροφορήθηκα, κιόλας, πως από αυτό προήλθε άλλη μια παροιμία, μια παροιμιώδης έκφραση κατακρίβειαν: «Έν εκαρτέρουν ένας βασιλιάς την κόρη να μου δώκει, τζι’ έπαιζα τζι’ εγώνη τον πελλόν, ώσπου να ξημερώσει».

 

Δείτε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού Εδώ >>

Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ / ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Tags:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *