«Ο μπαρμπα-Γιώργος και η κυρα-Κατίνα» – Λαϊκό Παραμύθι #9 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

Share

«Ο μπαρμπα-Γιώργος και η κυρα-Κατίνα» – Λαϊκό Παραμύθι #8 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

 

Μια φορά και έναν καιρό ήταν δυο γεροντάκια, ο μπαρμπα-Γιώργος και η γυναίκα του η κυρα-Κατίνα, οι οποίοι ζούσαν σε μια καλύβα στην άκρη ενός χωριού που κοντά τους ήταν το δάσος. Είχαν μεγαλώσει ένα γουρουνάκι και περίμεναν για να παχύνει, να το σφάξουν για να περάσουν τον χειμώνα.

– Μωρέ γριά, για δες εδώ. Έγινε το γουρουνάκι μας για σφάξιμο, λέει ένα πρωί ο γέρος.

Σηκώνεται με χαρά η γριά, πηγαίνουν στην καλύβα, σφάζουνε το γουρούνι, το κόβουν σε κομμάτια και το πάνε μέσα στο σπίτι και το κρύβουν μέσα σε ένα σκαφίδι που ζυμώνουνε το ψωμί. Το σκεπάζουν καλά-καλά, να μη φαίνεται και τους το πάρει κανένας συγχωριανός τους και ξεκινάνε για το δάσος με σκοπό να πάνε να κόψουν ξύλα. Στον δρόμο μοιράζουν λίγο-λίγο άχυρο για να μπορέσουν να βρούνε τον δρόμο του γυρισμού και να ξαναγυρίσουν στην καλύβα τους. Όταν φτάνουνε στο δάσος συναντούν δυο ξυλοκόπους. Τους ρωτούν αυτοί:
– Πού πάτε γεροντάκια;
– Πάμε να κόψουμε ξύλα για να μαγειρέψουμε και να ψήσουμε το γουρούνι που σφάξαμε και το έχουμε κρύψει μέσα στην καλύβα μας, είπαν τα γεροντάκια.
– Αααα…καλά, απάντησαν εκείνοι.

Αμέσως η γιαγιά είπε στους ξυλοκόπους:
– Κοιτάξτε μωρέ μην πάρετε άχυρο-άχυρο και πάτε στην καλύβα και πάρετε το κλειδί που το έχουμε βάλει στην στράχα (είναι ένα σημείο ανάμεσα στα κεραμίδια και το δοκάρι της πόρτας) και μας πάρετε το γουρούνι που το έχομε κρύψει στο σκαφίδι και μας το φάτε.
– Όοοχι, όοοχι…, απάντησαν αυτοί, άντε στο καλό να πάτε.

Πάνε την άλλη μέρα τα γεροντάκια και δεν βρίσκουν τίποτα.
– Πάει το γουρούνι…πω πω τι πάθαμε…να, τι θα φάμε τώρα;

Στεναχωρημένοι βάζουν τα κλάματα και πέφτουν νηστικοί για ύπνο.

Το πρωί που ξύπνησαν, αποφάσισαν να πάνε να πάρουν και τα υπόλοιπα ξύλα από το δάσος για να τα φέρουν στην καλύβα. Για να έχουν τουλάχιστον ξύλα να ζεσταθούν τον υπόλοιπο χειμώνα.

Μόλις φτάσανε εκεί τι να δουν…Ένα μπούτι κρέας κρεμασμένο στο δέντρο. Το παίρνουν με χαρά, το βάζουν στο ταγάρι τρισευτυχισμένοι που δεν τους ξέχασαν αυτοί που τους το πήραν.
– Ευτυχώς, Κατίνα μου, μας λυπήθηκε ο καλός θεούλης και μας έδωσε κι εμάς λέει ο γέρος.
– Ή χόρτασαν αυτοί που μας το πήραν και τους περίσσεψε και μας έδωσαν κι εμάς λίγο.

Πάνε λοιπόν στην καλύβα τους, το ψήσανε, το φάγανε και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…

 

Το παραμύθι αυτό προέρχεται από το χωριό Κρυονέρι Κορινθίας και μου το έλεγε η γιαγιά μου όταν ήμουν μικρή της οποίας της το έλεγε η δική της γιαγιά κάπου στο 1920
Τα ηθικά διδάγματα:
1) Δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε, διότι τα γεροντάκια άθελά τους λόγω της υπερβολικής χαράς τους είπαν το μυστικό τους και προδόθηκαν.
2) Ο Θεός είναι μεγάλος, συγχωράει και δεν αφήνει κανέναν στην τύχη του. Έτσι βοήθησε τα γεροντάκια να μη μείνουν νηστικά, να φάνε και να χορτάσουν και αυτοί αφού είχαν προσπαθήσει για αυτό και είχαν κουραστεί.

 Δέσποινα Σμυρνιώτη

 

Δείτε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού Εδώ >>

Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ / ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Tags:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *