«Ο Ψίχουλάς» – Λαϊκό Παραμύθι #10 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

Share

«Ο Ψίχουλάς» – Λαϊκό Παραμύθι #10 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

 

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μακρινό χωριό, ζούσε μια γριά ζητιάνα που είχε ένα μοναχογιό. Ήτανε πολύ φτωχή, αγράμματη και φουκαριάρα και για να ζήσει μάζευε διάφορα σκουπίδια, τενεκεδένια κύπελλα και ψίχουλα από όλες τις ταβέρνες και τα καπηλειά, τα πήγαινε στο σπίτι της, τα έπλαθε όπως-όπως και έφτιαχνε ψωμιά που έτρωγε με τον γιο της. Μόλις ο γιος μεγάλωσε έκανε και αυτός το ίδιο. Πήγαινε στα μπαρ, στα εστιατόρια, μάζευε τα ψίχουλα και τα έφερνε σπίτι και τα έτρωγε η μαμά του, γι’ αυτό και όλοι τον φωνάζανε «ο Ψίχουλάς»

Απέναντι απ’ το χωριό, σ’ ένα κεφαλοχώρι έστεκε ένα παλάτι. Εκεί ζούσε ένας βασιλιάς που είχε μια πανέμορφη κόρη σε ηλικία γάμου. Με ένα φιρμάνι κάλεσε όλα τα παλληκάρια να δώσουν αναφορά για την καταγωγή, τις γνώσεις τους και τα χαρίσματά τους, ώστε να βρει κατάλληλο γαμπρό να την παντρέψει. Όμως ένα πρωινό ένας από τους αυλικούς του, στάθηκε και την έβλεπε που έκανε μπάνιο στο ποτάμι γυμνή κι αυτή, αν και τον κατάλαβε, δεν αντιδρούσε. Ο βασιλιάς όταν τους είδε χύμηξε σαν άγριος ταύρος. Έπιασε την κόρη απ’ τα μαλλιά και την τράβηξε έξαλλος, όπως τραβάνε άγριο ζώο, πίσω στο παλάτι. Για να την τιμωρήσει, αποφάσισε να τη δώσει στον πιο φτωχό από όλους τους υπηκόους του, τον Ψίχουλά. Τον φώναξε λοιπόν και τον διέταξε:
– Ψίχουλά, έλα πάρε την κόρη μου, δεν είναι δα και άσχημη!
– Τι να την πάρω, βασιλιά μου, να την πάω πού; Ο Θεός θα με κάψει. Μικρό το καμαράκι μου που ζω με τη μάνα μου. Ούτε πιάτα έχουμε, ούτε πιρούνια ούτε τίποτα! Για ζέσταμα τη νύχτα ένα τσουκάλι, που οι καπνοί του φεύγουν από τις τρύπες στο ταβάνι. Για χορτασμό μη συζητάς, μια νύχτα φαγητό, πέντε νηστεία με το στανιό. Πού να την πάω τη βασιλοπούλα;

Αφού όμως την ξαπόστειλε ο πατέρας της δεν μπορούσε να αρνηθεί τις διαταγές του και έτσι την πήρε. Η κοπέλα όμως του λέει:
– Ψίχουλά; Εσύ, τι δουλειά κάνεις;
– Τίποτα, να, μαζεύω μισά τσιγάρα, παλιά παπούτσια, σκουπίδια και ψίχουλα από τα μαγαζιά και τα φέρνω να τρώει η μάνα μου.
– Χμ! τι περίεργο είδος ζητιάνου είσαι Ψίχουλά μου, του λέει εκείνη. Κοίταξε…να πας να μου φέρεις αυτά που θα φέρεις, να δούμε τι είναι, να βρω πού θα πάνε. Να δω αν ξεχωρίζεις τον τσίγκο απ’ το χρυσάφι, του λέει με χωρατό.

Έφερνε κι αυτός τα διάφορα και του έλεγε «Πάρ’ τα χαρτιά και πήγαινε τα εκεί που φτιάχνουν εφημερίδες, πάρ’ τα μπουκάλια να τα πας σε εκείνους που πουλάνε κρασί…». Κι έτσι έκανε και όλο με κάποια φιλοδωρήματα τον φίλευαν. «Να πας να δουλέψεις, να σκάψεις, να δρέψεις…». Πήγαινε αυτός και δούλευε και του έλεγε τότε η βασιλοπούλα «Να πάρουμε πιάτα, δυο-τρία πιρούνια και κουτάλια». Κι άρχισαν να σκαρώνουν σιγά-σιγά το σπιτικό τους.

Μια μέρα του λέει «Σε παρακαλώ, Ψίχουλά, μπορείς να μου φέρεις μια εφημερίδα; Να δούμε πού δουλεύουνε, πού κάνουνε, πού δείχνουνε, να δούμε πού θα πας!» Και πράγματι ο Ψίχουλάς βρήκε μια εφημερίδα πεταμένη, μόλις χθεσινή και της τη φέρνει. Διαβάζει πως στη Ρωσία ζητάνε εργάτες για να βγάλουνε μάρμαρα*, ένα χρόνο, να πάνε και να ‘ρθουνε. Λέει ο Ψίχουλάς «τι να κάνω, βασίλισσά μου;». «Θα πας κι εσύ να δουλέψεις εκεί για έναν καλό μισθό, ώστε να μπορέσουμε να φτιάξουμε ένα μεγαλύτερο δωμάτιο. Το χέρι σου είναι δυνατό μπορεί να βγάλει πιο πολλά λεφτά». «Τι καλά!», λέει ο Ψίχουλάς, ορθώνεται και πάει.

Αν και δεν είχε ποτέ του δουλέψει, έβγαζε πολλούς παράδες. Κάθε μήνα έστελνε τα χρήματα στη βασιλοπούλα του. Μια φορά στον δρόμο εκεί που πήγαιναν όλοι μαζί οι εργάτες δίπλα σ’ ένα πηγάδι, άκουσαν μια φωνή που ζήταγε βοήθεια. Ποιος να κατεβεί, ποιος να πέσει, στο τέλος κατεβαίνει αυτός! Και βρίσκει κάποιον που τα μαλλιά του ήταν τόσο μακριά που έκρυβαν τα μάτια του τόσο που δεν έβλεπε, τα νύχια του τόσο μεγάλα που είχαν γίνει σαν κλαδιά δέντρου και δεν μπόραε να πιάσει τίποτα και τα μούσια του έφταναν ως τον πάτο του πηγαδιού τόσο που τα πατούσε! Του λέει:
– Με έσωσες, παιδί μου, με έβγαλες από τον Άδη! Πάρε αυτά τα τρία καρύδια δώρο για σένα. Θα σου εξασφαλίσουν πλούτο!

Πήρε ο Ψίχουλάς τα τρία καρύδια και τα έδωσε σε κάποιους εργάτες που θα γύριζαν στην πατρίδα να τα δώσουν στη γυναίκα του. Πράγματι αυτοί πήγαν. Όταν συμπληρώθηκε ένας χρόνος ξεκίνησε για να γυρίσει πίσω. Τα καρύδια όμως που άνοιξε η γυναίκα του είχαν μέσα χρυσό μεγάλης αξίας και με αυτόν έχτισε ένα παλάτι πελώριο απέναντι από τον πατέρα της. Ένα σπίτι με πρώτο, δεύτερο και τρίτο πάτωμα, μεγαλύτερο κι από αυτό του πατέρα της!

Γυρίζει ο Ψίχουλάς και ψάχνει να βρει τη μάνα του και τη γυναίκα του, «πού είναι η μάνα μου, η γυναίκα μου;». Βρίσκει αυτό το παλάτι και λέει «όταν εγώ έφυγα δεν υπήρχε αυτό το παλάτι. Είναι καλύτερο κι από του πεθερού μου». Ρωτάει «ποιανού είναι αυτό το παλάτι;», μα βλέπει πάνω στην πόρτα το όνομά του [Ψίχουλάς]. «Αυτό είναι το δικό μου όνομα», σκέφτεται. Χτυπάει και ανοίγει η γυναίκα του και τη ρωτάει έκπληκτος:
– Μα πώς έγινε αυτό το πράγμα;
– Δεν ξέρεις; Μα εσύ δεν μου έστειλες αυτά τα καρύδια;

Βλέπει κι ο βασιλιάς τον πλούσιο γείτονά του και λέει «καλώς! γιατί να μην κάνουμε γνωριμίες με τον νέο γείτονα; Να τον καλέσω να ‘ρθει κοντά μας». Τον καλεί και όταν είδε πως είναι ο Ψίχουλάς κι η κόρη του μαλάκωσε και πια τους καλοδέχτηκε. Κι έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα μιας που τα δικά μας τα καρύδια μπορεί χρυσάφι να μην κρύβουν μα κρύβουν πάντα οι καρδιές μας!

 

*Το συγκεκριμένο παραμύθι βασίζεται στο γεγονός της μετανάστευσης των Ελλήνων που ξεκίνησε από τα τέλη του 18ου αιώνα στις παραθαλάσσιες παροικίες (στην Οδησσό, το Ταϊγάνιο/Ταγανρόγκ, τη Μαριούπολη, τη Σεβαστούπολη κ.ά.) της Ρωσίας. Περιγράφει τον πλούτο που απόκτησαν εκεί και πώς γύρισαν πλούσιοι πίσω στην Ελλάδα. Το έλεγε η γιαγιά μου, στη μητέρα μου στην Κρήτη περί το 1940 που πιθανότητα της το έλεγε η προγιαγιά μου. Φυσικά το είπε η μάνα μου σε μένα. Το ποίημα του Ρίτσου «ο άρτος» μου το θυμίζει και ίσως ο ποιητής να εμπνεύστηκε από αυτό.

Νικολάου Ανδρέας

 

Δείτε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού Εδώ >>

Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ / ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Tags:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *