«Το παλικάρι και ο σπανός» – Λαϊκό Παραμύθι #13 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

Share

«Το παλικάρι και ο σπανός» – Λαϊκό Παραμύθι #13 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

 

Μια φορά και έναν καιρό ήταν δυο αδέρφια. Ο μεγαλύτερος ήταν πλούσιος και έμενε σε μια μακρινή πόλη, μα το μαράζι του ήταν ότι δεν είχε παιδιά. Μια μέρα, λοιπόν, στέλνει γράμμα στον μικρό του αδερφό, ο οποίος ήταν φτωχός και έμενε σε ένα μικρό χωριό, αλλά είχε πέντε γιους. Του ζητούσε να του στείλει ένα από τα παλικάρια του. Να το έχει και να το μεγαλώσει σαν δικό του παιδί και αυτό με τη σειρά του να τον κοιτάξει μέχρι τα γεράματα και όταν θα πέθαινε όλο του το βιος θα γινόταν δικό του.

Όταν διάβασε το γράμμα ο φτωχός αδερφός προβληματίστηκε γιατί δεν ήξερε ποιον να διαλέξει χωρίς να αδικήσει κανέναν. Τότε αποφάσισε να το πει στα αγόρια του και όποιο ήθελε θα το έστελνε στον πλούσιο αδερφό. Μαζεύει δίχως άλλο τα παιδιά και τους λέει: «Ο αδερφός μου μου έστειλε αυτό το γράμμα και ζητάει έναν από εσάς για να τον κάνει παιδί του και να πάρει και τα υπάρχοντά του. Εγώ δεν θέλω να αδικήσω κανέναν, γιατί όποιος δεχτεί, θα ξεφύγει και από τη φτώχεια μας. Και έτσι, θέλω από εσάς να μου πείτε ποιος θέλει περισσότερο να πάει».

Από τους μεγάλους κανένας δεν απάντησε, μόνο ο μικρός αποκρίθηκε: «Πατέρα στείλε εμένα». «Εντάξει, παιδί μου, όπως το θέλεις. Να ετοιμαστείς και αύριο το πρωί με το καλό να σου δώσω την ευχή μου και να ξεκινήσεις για την πόλη», είπε ο πατέρας.

Το επόμενο πρωινό το παιδί ξύπνησε, ετοιμάστηκε, πήρε λίγο ψωμάκι και τυράκι σε μια πετσέτα, πήρε ένα παγούρι με νερό, πήρε και την ευχή του πατέρα του και ξεκίνησε να φύγει. Πριν φύγει όμως ο πατέρας του ήθελε να του δώσει και μια συμβουλή. «Παιδάκι μου, στον δρόμο όπου θα περπατάς, αν συναντήσεις κουτσό, στραβό και σπανό και σε καλημερίσει, να μην τον χαιρετήσεις». Απόρησε το παλικάρι μ’ αυτή τη συμβουλή του πατέρα του, αλλά επειδή δεν ήθελε να τον στεναχωρήσει απάντησε: «Καλά πατέρα, έτσι θα κάνω, όπως μου το λες».

Το μεγάλο ταξίδι για την πόλη είχε ξεκινήσει. Περπατούσε σχεδόν δυο μέρες όταν στον δρόμο του μπροστά βγαίνει ένας σπανός και κουτσός. «Καλημέρα παλικάρι», του λέει, αλλά το παλικάρι δεν απαντά. Ο σπανός όμως σκέφτεται: «Δε μου μιλάς; Αμ, εγώ θα σε κανονίσω…Θα βρεθώ ξανά μπροστά σου και θα σε ξαναχαιρετήσω…». Να σου πάλι μπροστά του. «Καλημέρα παλικάρι…», καμιά απάντηση δεν πήρε πάλι ο σπανός. «Α! Δεν πάμε καλά… Εγώ θα ξαναβρεθώ μπροστά σου μέχρι να βαρεθείς και να με χαιρετήσεις…», λέει μόνος του πάλι ο σπανός και ξανακάνει το ίδιο. «Καλημέρα παλικάρι…». Ε! Ας πω μια καλημέρα σκέφτεται το παιδί…«Καλημέρα και σε σένα». Ο σπανός άρπαξε την ευκαιρία και έπιασε την κουβέντα. Τον ρώτησε για πού ταξιδεύει και το παλικάρι παρασύρθηκε και του είπε όλη την ιστορία μέχρι που ο σπανός του πρότεινε να ταξιδέψουν παρέα γιατί κι αυτός στην ίδια πόλη πήγαινε.

Περπάτησαν αρκετά ώσπου σταμάτησαν να ξαποστάσουν κάτω από έναν μεγάλο πλάτανο κοντά σε ένα πηγάδι. Φάγανε το ψωμάκι και το τυράκι που τους είχε απομείνει και είδαν ότι δεν είχαν νερό. Λέει τότε ο σπανός στο παλικάρι «Εγώ είμαι κουτσός και μεγάλος! Πώς να κατέβω στο πηγάδι με την τριχιά και να πάρω νερό; Να σε δέσω και να κατεβείς εσύ που είσαι πιο νέος και γερός;»

Συμφωνεί το παλικάρι και τον δένει από την μέση ο σπανός για να κατεβεί στο πηγάδι. Γεμίζει το παγούρι με νερό και κουνάει την τριχιά για να τον τραβήξει επάνω. Ο πονηρός ο σπανός όμως κρατούσε μια μεγάλη πέτρα στα χέρια του και του φωνάζει: «Αν δεν δεχτείς να πάρω τη θέση σου και να γίνω εγώ ο ανιψιός του θείου σου και εσύ να γίνεις ο υπηρέτης μου, θα σου ρίξω την πέτρα στο κεφάλι και θα σε σκοτώσω». Τι να κάνει το παλικάρι; Αμέσως σκέφτηκε και του απαντάει: «Όσο ζω δεν θα ομολογήσω, μα άμα πεθάνω και ξαναζήσω, τότε και μόνο τότε θα τα ομολογήσω». Ο σπανός δεν κατάλαβε και πολύ τι ακριβώς ήταν αυτό που του είπε το παλικάρι, το θεώρησε μεγάλη κουταμάρα, αφού κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο να συμβεί. Και έτσι τον έβγαλε από το πηγάδι για να ολοκληρώσουν το πανούργο σχέδιό του.

Όταν έφτασαν στην πόλη πήγαν στον θείο του παλικαριού. Ο σπανός συστήθηκε ως ανιψιός του και είπε ότι το παλικάρι που είχε μαζί του ήταν ο υπηρέτης του. Ο θείος απογοητευμένος σκέφτηκε: «Καλά μου την έφερες, αδερφέ μου…Το πιο μεγάλο σε ηλικία από τα αγόρια σου μου έστειλες, που είναι και κουτσός και σπανός; Χάθηκε να μου στείλεις ένα παιδί σαν και τούτο το παλικάρι; Που είναι σαν τα κρύα τα νερά; Νέος, όμορφος και γερός;» Αυτά τα συλλογίζονταν συνέχεια αλλά δεν άλλαζε τίποτα τώρα πια. Περνούσαν οι μέρες ήσυχα και πλούσια για όλους τους, με εξαίρεση το παλικάρι, που έκανε όλες τις δουλειές και τα θελήματα του σπανού.

Μια μέρα έφτασε στην πόλη ένας ντελάλης και άρχισε να φωνάζει: «Ο βασιλιάς θέλει να παντρέψει τη μονάκριβη κόρη του με τα χρυσά μαλλιά με ένα παλικάρι, όποιο κι αν είναι αυτό, αρκεί να του λύσει τρία αινίγματα. Αν δεν τα καταφέρει όμως, θα χάσει τη ζωή του».

Άκουσε ο σπανός τον ντελάλη και ήθελε για γυναίκα του την κόρη του βασιλιά. Λέει λοιπόν στον ψευτομπάρμπα του: «Θείε, εγώ θέλω να στείλουμε τον υπηρέτη μου να μου φέρει το κορίτσι με τα χρυσά μαλλιά. Θέλω να παντρευτώ την κόρη του βασιλιά». «Βρε αγόρι μου, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Πού να πάει το παλικάρι σε άλλη πόλη…και δεν άκουσες για τα αινίγματα; Αν δεν βρει τις λύσεις, θα του πάρουν το κεφάλι», απάντησε ο θείος προβληματισμένος. «Όχι, δεν ακούω τίποτα! Θα πάει να μου τη φέρει», επέμενε ο σπανός.

Βρε αμάν, βρε ζαμάν, προσπαθούσε ο θείος να του αλλάξει γνώμη, αλλά αυτός τίποτα. Φώναξαν τότε το παλικάρι και το διέταξαν να πάει να φέρει την κόρη του βασιλιά. Το παλικάρι δίχως άλλο δέχτηκε. Με τον όρο να του διαλέξουν και να του δώσουν το καλύτερο άλογο του στάβλου, ένα ντενεκέ μέλι, ένα σακί στάρι και ένα τσουβάλι κρέας.

Την άλλη μέρα κιόλας το άλογο ήταν έτοιμο και φορτωμένο μ’ αυτά που ζήτησε το παλικάρι. Το καβαλάει και φεύγει για να φέρει το κορίτσι με τα χρυσά μαλλιά. Στον δρόμο όπου πήγαινε ξαφνικά του ορμούν πολλές μέλισσες, αυτός ανοίγει τότε τον ντενεκέ με το μέλι και το ρίχνει κάτω. Οι μέλισσες άρχισαν να τρώνε το μέλι. Αφού έφαγαν και χόρτασαν, εμφανίζεται μπροστά του η βασίλισσα και του λέει:

«Παλικάρι μου, εμείς είχαμε μέρες να φάμε, αλλά εσύ με το μέλι που μας έδωσες μας έσωσες. Τι θέλεις να κάνουμε για σένα;».
Το παλικάρι ξαφνιασμένο απαντάει: «Σαν τι να θέλω να μου κάνετε εσείς οι μέλισσες; Δεν θέλω τίποτα».

«Πάρε αυτό το φτερό και όταν μας χρειαστείς κέρωσε το (κάψ΄ το) και εμείς θα έρθουμε να σε βρούμε όπου κι αν είσαι για να σε βοηθήσουμε», του λέει η βασίλισσα. Παίρνει το παλικάρι το φτερό και το βάζει στη τσέπη του χωρίς αντιρρήσεις.

Λίγο πιο κάτω να σου και βγαίνουν κάτι μυρμήγκια μεγάλα και όρμησαν κατά πάνω του να τον τσιμπολογήσουν. Ανοίγει τότε το σακί και σκορπίζει το στάρι όλο κάτω. Τα μυρμήγκια άρχισαν να το τρώνε. Αφού χόρτασαν, εμφανίζεται μπροστά του ο αρχηγός τους και του λέει:

«Παλικάρι μου, είχαμε μέρες να φάμε και εσύ με το στάρι που μας έδωσες μας έσωσες. Πες μου τι θα ήθελες να σου κάνουμε για αντάλλαγμα;».

«Μα τι να μου κάνετε εσείς τα μυρμήγκια; Δεν θέλω τίποτα», απαντάει το παλικάρι.

Ο μέρμηγκας όμως βγάζει ένα φτερό και του λέει: «Όταν μας χρειαστείς να το κερώσεις (κάψεις) και εμείς θα σε βοηθήσουμε όπου κι αν είσαι». Το παίρνει το παλικάρι και το βάζει κι αυτό στην τσέπη του.

Δεν πρόλαβε να περάσει μια μέρα και να σου από τον ουρανό όρμησαν να τον φάνε κάτι μεγάλα κοράκια. Χωρίς να το σκεφτεί ανοίγει το τσουβάλι και πετάει όλο το κρέας προς τα κοράκια για να γλιτώσει. Τρώνε τα κοράκια, χορταίνουν και εμφανίζεται το μεγαλύτερο κοράκι μπροστά του και λέει:

«Εμείς είχαμε πολλές μέρες να φάμε κι αν δεν μας έδινες το κρέας θα ψοφούσαμε. Τώρα όμως δυναμώσαμε χάρη σε σένα. Μας έσωσες, γι΄ αυτό λοιπόν ζήτα μας ό,τι θες κι εμείς θα σου το κάνουμε».

«Να είστε καλά και γερά κοράκια μου κι εγώ δεν θέλω τίποτα», απαντάει το παλικάρι. Βγάζει κι αυτό ένα φτερό από πάνω του και συμβουλεύει το παλικάρι:

«Πάρε το φτερό μου κι όταν μας χρειαστείς να το κερώσεις (κάψεις) κι εμείς θα σε βοηθήσουμε». Παίρνει και το τρίτο το φτερό το παλικάρι και το βάζει κι αυτό στην τσέπη του.

Μετά την περιπέτειά του επιτέλους φτάνει στο παλάτι και εμφανίζεται στον βασιλιά με θάρρος και του λέει «Ήρθα από πολύ μακριά και θέλω να λύσω τα αινίγματα για να πάρω την κόρη σας».

«Όπως επιθυμείς παλικάρι μου. Ξεκουράσου για την ώρα και έλα αύριο για το πρώτο αίνιγμα», απαντάει ο βασιλιάς.

Το παλικάρι έφυγε για να ξεκουραστεί σε μια καμαρούλα που του έδωσαν. Την άλλη μέρα εμφανίζεται έτοιμος για το πρώτο αίνιγμα που θα του πει ο βασιλιάς.

«Λοιπόν άκου…Έχουμε μια παλιά αποθήκη γεμάτη με σιτάρι, κριθάρι και καλαμπόκι. Όλα αυτά είναι ανακατεμένα. Αυτό που θέλω να κάνεις είναι να τα ξεχωρίσεις. Και να έχεις τρεις σωρούς.

Έναν με σιτάρι, έναν με κριθάρι και έναν με καλαμπόκι. Αν δεν τα καταφέρεις μέχρι να βασιλέψει ο ήλιος, θα χάσεις την ζωή σου. Είμαστε σύμφωνοι;»

«Εντάξει, όπως επιθυμείτε…», απαντάει το παλικάρι και ξεκινάει για την αποθήκη. Εκεί βγάζει και κερώνει το φτερό που του έδωσε ο μέρμηγκας και να σου εμφανίζεται μπροστά του.

«Τι θέλεις παλικάρι μου;» τον ρωτάει. Αυτό κι αυτό απαντάει το παλικάρι.

«Μη σκας…», λέει ο μέρμηγκας και σφυρίζει δυνατά και βγαίνουν μιλιούνια μυρμήγκια μέσα στην αποθήκη. Για πότε ξεχώρισαν τους καρπούς ούτε κι αυτός δεν κατάλαβε. Πριν να βασιλέψει ο ήλιος υπήρχαν τρεις σωροί. Ένας με σιτάρι, ένας με κριθάρι και ένας με καλαμπόκι.

Αφού βασίλεψε ο ήλιος ο βασιλιάς με την βασιλοπούλα πάνε στην αποθήκη να δουν αν το παλικάρι τα είχε καταφέρει. Μπαίνοντας μέσα πατέρας και κόρη έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Αναρωτήθηκαν και οι δύο πώς μπόρεσε και έκανε κάτι τόσο δύσκολο. Ήταν απίστευτο ότι τελικά τα κατάφερε. Αλλά δεν έβγαλαν τσιμουδιά. Μόνο ο βασιλιάς μίλησε και του είπε «Καλά τα πήγες. Έλα πάλι αύριο για το δεύτερο αίνιγμα».

Το άλλο πρωινό το παλικάρι στέκεται μπροστά στον βασιλιά και τον ακούει να λέει «Σήμερα το απόγευμα θα είναι δώδεκα κοπέλες στην αυλή του παλατιού. Ντυμένες και χτενισμένες το ίδιο και θα χορεύουν. Αυτό που πρέπει να κάνεις εσύ είναι να γνωρίσεις και να μου δείξεις ποια από αυτές είναι η κόρη μου». «Εντάξει», λέει το παλικάρι.

Αμέσως πιάνει από την τσέπη του το φτερό της μέλισσας και το κερώνει. Βγαίνει η μέλισσα και τον ρωτάει: «Τι θα ήθελες παλικάρι μου;». Το και το λέει αυτό.

«Μη σκας και θα σε βοηθήσω. Την ώρα λοιπόν που θα χορεύουν οι κοπέλες στη αυλή εγώ θα τριγυρίζω και θα πετάω πάνω από τα κεφάλια τους και κάποια στιγμή θα καθίσω στο μάγουλο της βασιλοπούλας. Αυτή θα ξύσει το μάγουλό της και έτσι εσύ με την κίνησή της αυτή θα καταλάβεις ποια είναι».

Έτσι κι έγινε. Ακριβώς όπως τα είπε η μέλισσα. Έκατσε στο μάγουλο της βασιλοπούλας, πήγε να ξυθεί αυτή και το παλικάρι δεν άργησε να την καταλάβει. Πάει κοντά της, την αρπάζει και φωνάζει: «Βασιλιά μου, να η κόρη σου». Ο βασιλιάς και η βασίλισσα πήγαιναν να σκάσουν. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς τα κατάφερε πάλι το παλικάρι.

Το τρίτο και τελευταίο πρωινό το παλικάρι ακούει προσεκτικά τον βασιλιά που του λέει: «Τώρα ετοιμάσου για την πιο δύσκολη αποστολή. Θα κρυφτείς όπου θέλεις εσύ αρκεί να μη σε βρει η βασίλισσα με τον μαγικό της καθρέφτη. Αν καταφέρεις κι αυτό, η κόρη μου με τα χρυσά μαλλιά θα γίνει γυναίκα σου».

Αφού ήξερε πια τι έπρεπε να κάνει το παλικάρι, κερώνει και το τρίτο το φτερό και να σου εμφανίζεται το κοράκι. «Τι θα ήθελες;», ρωτάει το κοράκι. Αυτό και αυτό του απαντάει το παλικάρι.

«Μη σκας και θα σε βοηθήσω. Θα σε πάρουμε και θα σε κρύψουμε στα σύννεφα». Έτσι κι έγινε. Το πιάνουν το παλικάρι τα κοράκια και το σηκώνουν ψηλά στον ουρανό και το κρύβουν μέσα στα σύννεφα όλη μέρα. Η βασίλισσα κοιτούσε και ξανακοιτούσε με τον μαγικό της καθρέφτη μια από δω μια από κει ξανά και ξανά, αλλά δεν μπορούσε να βρει την κρυψώνα του παλικαριού με τίποτα. Μόλις κρύφτηκε ο ήλιος, κατέβηκε το παλικάρι από τον ουρανό και πάει στο παλάτι.

«Τι έγινε, βασιλιά μου; Με βρήκε η βασίλισσά σου;», ρωτάει τον βασιλιά.

«Όλη μέρα σε έψαχνε με τον μαγικό της καθρέφτη, αλλά δεν μπόρεσε να σε βρει. Λίγο πήρε το μάτι της τη φτέρνα του ποδιού σου, αλλά αυτό σου το χαρίζει γιατί είχες κρυφτεί καλά και δεν μπόρεσε να καταλάβει την κρυψώνα σου».

«Άρα, βασιλιά μου, μπορώ να πάρω την βασιλοπούλα μαζί μου και να την κάνω γυναίκα μου».

«Ναι, παλικάρι μου. Την κέρδισες με το σπαθί σου. Δεν μένετε όμως εδώ; Να γίνεις κι εσύ βασιλόπουλο και να ζήσετε στο παλάτι;», τον ρωτάει ο βασιλιάς.

«Α! Όχι, βασιλιά μου, πρέπει να γυρίσω πίσω στον τόπο μου».

«Άντε καλά! Θα πω να ετοιμάσουν την κόρη μου και την άμαξα για να φύγετε», λέει ο βασιλιάς.

Όλα ήταν έτοιμα για να φύγουν. Το τελευταίο πράγμα που παίρνει η βασιλοπούλα ήταν ένα μπουκαλάκι με ένα μαγικό φίλτρο μέσα και το κρύβει στον κόρφο της. Ανεβαίνει στην άμαξα και φεύγουν.

Στο σπίτι όπου έμενε ο σπανός με τον θείο του τον περίμενα με μεγάλη χαρά για τον γάμο. Όλα ήταν έτοιμα και ο σπανός διέταξε το παλικάρι να τον ξυρίσει και να τον ετοιμάσει γαμπρό. Ακριβώς την ώρα εκείνη έξω από το παραθύρι περνούσαν δυο περιστέρια και λέει το ένα στο άλλο: «Ωρέ τι κρίμα να μη γίνεται γαμπρός αυτό το νέο και όμορφο παλικάρι και να ετοιμάζεται να πάρει τη βασιλοπούλα αυτός ο μεγάλος, κουτσός και σπανός;»

Το ακούει αυτό το παλικάρι και αρχίζει να γελάει. «Γιατί γελάς; Πού είναι το αστείο, πες μου. Μήπως γελάς μαζί μου;», ρωτάει νευριασμένος ο σπανός. Το παλικάρι μένει σιωπηλό. «Σε ρώτησα γιατί γελάς και περιμένω μια απάντηση. Πες μου αλλιώς θα σε σκοτώσω», ξαναλέει πιο θυμωμένα τώρα ο σπανός.

«Με την απορία θα μείνεις, γιατί δεν θα σου πω», του απαντάει το παλικάρι.

Σηκώνει τότε το σπαθί του ο σπανός και γι΄ αυτή την ασέβεια που έδειξε το παλικάρι, να τον περιγελά την ώρα που τον έντυνε γαμπρό, τον λαβώνει θανάσιμα στην καρδιά και τον αφήνει μόνο του στην κάμαρα. Η βασιλοπούλα, που κρυφοκοιτούσε από την πόρτα της κάμαρας και τα είχε δει όλα, τρέχει γρήγορα με το μαγικό φίλτρο να σώσει το παλικάρι και να θεραπεύσει τη λαβωμένη του καρδιά.

Ρίχνοντας κάμποσες σταγόνες από το μαγικό φίλτρο η πληγή του παλικαριού άρχισε να γιάνει (θεραπεύεται). Το παλικάρι σώζεται και αφού πέθανε και ξαναήρθε στη ζωή, ευθύς πηγαίνει να ομολογήσει την αλήθεια στον θείο του. Ότι αυτός είναι ο πραγματικός ανιψιός του και ο σπανός ο γιαλαντζή (ψεύτικος).

Αφού τα μαθαίνει ο θείος του όλα, παίρνει αγκαλιά με χαρά το παλικάρι και διατάζει να δέσουν τον σπανό στην ουρά ενός αλόγου και να το ελευθερώσουν. Έτσι, όπου πάει αυτό να τον σέρνει από πίσω. Αυτή ήταν η τιμωρία του.

Και την ίδια στιγμή το παλικάρι παντρεύτηκε την βασιλοπούλα και η χαρά τους ήταν τόσο μεγάλη που το γλέντι κράτησε σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

 

Λεπτομέρειες για το παραμύθι: Το παραμύθι αυτό μεταφέρθηκε σε μένα από την θεία μου (αδερφή του μπαμπά μου) έτσι όπως το είχε ακούσει από το παππού της ο οποίος ήταν πρόσφυγας από την Μικρά Ασία και συγκεκριμένα από την Σμύρνη.

 Μαρία Τραγάκη

 

Δείτε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού Εδώ >>

Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ / ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Tags:

Comments (1)

Trackback URL | Comments RSS Feed

  1. Ο/Η Μελινα λέει:

    Πολύ όμορφο μπράβο που μαθαίνουμε τόσες ιστορίες όμορφες από τα χρόνια εκείνα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *