Γιώργος Μπλάνας: «Η ποίηση δεν κινδυνεύει από το παράλογο – κινδυνεύει από το άσχημο» / Συνέντευξη

Share

Γιώργος Μπλάνας: «Όσοι περισσότεροι άνθρωποι επιχειρούν να γράψουν ποίηση, τόσο καλύτερα» / Συνέντευξη

Συνέντευξη στον Γιώργο Κόκκινο
27/9/2018

Ο ποιητής Γιώργος Μπλάνας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1959. Σπούδασε βιβλιοθηκονομία και εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος, διαφημιστής, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1982 με την μετάφραση της Ατέλειωτης Ζωής του Λώρενς Φερλινγκέτι, ενώ το 1987 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Η Ζωή Κολυμπά σαν Φάλαινα Ανύποπτη πριν τη Σφαγή», την οποία η κριτική υποδέχθηκε με ενθουσιασμό, επισημαίνοντας τη συναισθηματικά φορτισμένη, αλλά πάντα διαυγή και υποβλητική γλώσσα, και την φιλοσοφική προβληματική. Έκτοτε εκδίδει ακατάπαυτα ποίηση, μεταφράσεις σύγχρονων, κλασικών και αρχαίων έργων, και ασκεί την λογοτεχνική, πολιτισμική και πολιτική κριτική στον περιοδικό και ημερήσιο τύπο. Σύμφωνα με την κριτική, η νέο-ρομαντική ποίησή του χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα επιμελημένη γλώσσα, στοχαστικό βάθος και βιβλική πνοή. Δημιουργεί μοντέρνας σύλληψης έργα, μεγαλόπνοα και φιλόδοξα εγχειρήματα, τα οποία υπερβαίνουν κάθε προηγούμενη παράδοση και προσεγγίζουν μεταμοντέρνες πρακτικές υπέρβασης των ορίων και των στεγανών μεταξύ των διαφόρων ειδών λόγου, επιχειρώντας να ξαναγράψει την ιστορία έτσι, όπως αυτός την αντιλαμβάνεται και με διάθεση παρηγορητική απέναντι στα δεινά του σύγχρονου ανθρώπου. Έργα του είναι: Η Ζωή Κολυμπά σαν Φάλαινα Ανύποπτη πριν τη Σφαγή (Υάκινθος 1987), Η Αναπόφευκτη Ανθηρότητά σου (Διάττων 1990), Νύχτα (Νεφέλη 1991), Παράφορο! (Δελφίνι 1997), Άννα (Ερατώ 1998), Η Απάντησή του (Νεφέλη 2000), Επεισόδιο (Νεφέλη 2002), Τα Ποιήματα του Προηγούμενου Αιώνα (συλλογές 1987-1997, Ερατώ 2004), Ωδή Στον Γεώργιο Καραϊσκάκη (Γαβριηλίδης, 2009), Στασιωτικά [1-50] (Γαβριηλίδης, 2010).

 

― Σας γνώρισα πολλά χρόνια πριν μέσα από το συγγραφικό σας έργο, αλλά και από προσωπικές ιστοσελίδες που διατηρούσατε κείμενα και μεταφράσεις σας. Συχνά, επικοινωνούσαμε με σχόλια και μηνύματα. Έμεινα όμως με μια απορία. Τελικά κύριε Μπλάνα, ο  «γραφιάς» που περίτεχνα διακοσμεί έναν κόσμο στο χαρτί με το μολύβι του και σου μεταφέρει ένα άγνωστο, παραμυθένιο περιβάλλον στο οποίο σε βάζει μέσα να ενταχθείς και να τον αντιληφθείς, εκείνη τη χρονική στιγμή ποιεί; Δημιουργεί ποίηση ή απλά σκαριφήματα;

Ποιεί βέβαια. Η ποίηση είναι οντολογική δημιουργία, επεκτείνει το ον (το ον το χειροπιαστό και το ον το νοητό). Κι επειδή τόσο το ον το χειροπιαστό όσο και το ον το νοητό πάντα νοητά τα βιώνουμε, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην εμπειρία του υπάρχοντος όντος και του ποιητικού όντος. Αν ο ποιητής προσθέσει στο υπάρχον ον ένα δικό του, «πλαστό», με γερή κατασκευή, τότε λέμε πως ποιεί με την ισχυρή έννοια. Αν το ον του είναι ακατασκεύαστο, άμορφο, υποτονικό, τότε λέμε πως έχουμε ένα σκαρίφημα.

Το μεγαλύτερο μέρος των ποιημάτων που δημιουργήθηκαν, δημιουργούνται και θα δημιουργούνται είναι σκαριφήματα – δεν κατορθώνουν να μας βάλουν στον κόσμο τους, γιατί ο κόσμος τους είναι ένας σωρός υλικών οικοδομής. Όσο για το τι είναι ένα ποίημα με «γερή κατασκευή» έχουν ειπωθεί πολλά και κάθε φορά απλά περιέγραφαν την «αρχιτεκτονική» του φαντασιακού κάθε εποχής. Κάθε ένα από αυτά τα «αρχιτεκτονικά σχέδια» άφησε ορισμένες τεχνικές προδιαγραφές, στην Ιστορία της ποίησης. Κατά καιρούς κάποιες από αυτές τις προδιαγραφές διεκδικούσαν την ηγεμονία.

Μετά από μερικές δεκαετίες πυκνής χρήσης, παρουσίαζαν αύξηση της εντροπίας τους, ώσπου στο τέλος δεν σήμαιναν τίποτα ή σήμαιναν κάτι εντελώς διαφορετικό από τις αρχικές προθέσεις τους. Άλλες φορές οι εν λόγω προδιαγραφές είναι τόσο δεμένες με την ποιητική ύλη της ακμής τους, ώστε κάθε προσπάθεια αναβίωσής τους να σέρνει πίσω της σωρούς στερεότυπα. Ο ποιητής πρέπει να ξέρει να χειρίζεται τους ποιητικούς τρόπους του παρελθόντος. Ακόμα και τα στερεότυπα είναι πολύ χρήσιμα, όταν χρησιμοποιηθούν σωστά. Σήμερα, ο ποιητής -αν δεν θέλει να ασκήσει κάποιου είδους retro, με όλες της συνέπειες της ετερόφωτης δημιουργίας- οφείλει να δημιουργεί την δική του αρχιτεκτονική (συχνά διαφορετική σε κάθε ποίημα). Δύσκολο πολύ. Πας στα τυφλά. Αλλά –αν έχεις τα μάτια σου ανοιχτά- μπορείς να διακρίνεις έναν σωρό οδοδείκτες. Η λειτουργική βάση της γλώσσας –και συνεπώς της σκέψης- είναι ποιητική.

Η συνείδησή μας αποτελείται από παραστάσεις, συναισθήματα και προθέσεις. Κάθε ένα από αυτά αναδύεται σαν κουβάρι με τα άλλα. Ένα συναίσθημα είναι δεμένο με παραστάσεις και προθέσεις. Μια παράσταση είναι δεμένη με συναισθήματα και προθέσεις. Αν μπορέσεις να διακρίνεις τους συνδέσμους μεταξύ τους, θα ανακαλύψεις πως οι σύνδεσμοι αυτοί σχηματίζουν ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο τεσσάρων διαστάσεων, με κυρίαρχη αυτή του Χρόνου, ο οποίος ορίζει κάτι σαν «σημασιακή μουσικότητα». Εκεί θα βρεις την εναρκτήρια φράση και –κυρίως- την τελική. Στο ποίημα είναι πολύ σημαντικότερο από οτιδήποτε άλλο να ξέρεις πώς θα τελειώσεις. Λογικό, αφού το σημαντικότερο είναι πού πηγαίνεις. Αυτό θα σου υπαγορεύσει την αφετηρία.

 

Γιώργος Μπλάναςεικόνα από presspublica

 

― Αυτό αποτελεί λογοτεχνία; Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε λογοτεχνία την καταγραφή των σκέψεων, του μονολόγου ενός τρελού που έπιασε ένα μολύβι και άρχισε να γράφει; Τελικά τι αποτελεί ποίηση; Τι είναι αυτή η «μητέρα» των τεχνών που την αποδεχόμαστε ως αυτονόητο και δεδομένο, τόσο που την ξεκοκκαλίζουμε καθημερινά;

Αυτονόητο και δεδομένο δεν μπορεί να υπάρξει στην ποίηση. Το αυτονόητο και το δεδομένο είναι δύο πολύ αποτελεσματικοί τρόποι για να γράψεις ασήμαντα ποιήματα. Τι αυτονόητο και δεδομένο μπορεί να υπάρξει σε μια δραστηριότητα της οποίας αποτελέσματα είναι τόσο η Ιλιάδα όσο και η Εποχή στην Κόλαση του Rimbaud; Τελικά θα μπορούσα να πω πως ποίηση είναι αυτό που συνδέει τα δύο έργα που προανέφερα. Τι δηλαδή; Η δημιουργία ενός μύθου που επεκτείνει το ον. Μας παρουσιάζεται σαν εφαρμογή μιας ανθρωπολογίας.

Αυτό ζητάμε από την ποίηση: μια ανθρωπολογία, έναν πλασματικό κόσμο, όπου ο άνθρωπος έχει μαζί του μια σχέση, διαφορετική από αυτήν που έχει με τον «πραγματικό» κόσμο. Δεν ξέρω αν παρατήρησες πως βάζω συνεχώς εισαγωγικά σε αυτονόητες και δεδομένες λέξεις. Κατά κάποιον τρόπο η ποίηση δουλεύει στην βάση των εισαγωγικών. Βάζε τα πάντα σε εισαγωγικά. Ένα παράδειγμα. Λογοτεχνία δεν είναι η καταγραφή των σκέψεων, του μονολόγου ενός τρελού που έπιασε μολύβι και άρχισε να γράφει. Λογοτεχνία είναι να φανταστείς έναν τρελό, που πιάνει μολύβι και αρχίζει να γράφει έναν μονόλογο. Και να γράψεις έναν μονόλογο. Ο ποιητής είναι ποιητής μύθων. Ο τρελός ποιητής λόγων.

Ο ποιητής μπορεί να κάνει λόγο τον μύθο. Ο τρελός δεν μπορεί να κάνει μύθο τον λόγο. Είναι θεωρητικά ασαφές αυτό. Αλλά πρακτικά είναι σαφέστατο, με τον τρόπο που αργά ή γρήγορα η ζωή αποσαφηνίζει τις περιπλοκές. Και κάτι ακόμα. Παρά τις διαβεβαιώσεις των κλασικών –αρχαίων και νέων- η ποίηση δεν είναι με κανέναν τρόπο «μητέρα» των τεχνών (ούτε με εισαγωγικά ούτε χωρίς αυτά). Από συστηματική, συγχρονική άποψη μπορεί να βρίσκεται στην βάση κάθε στοχαστικής δημιουργίας, δεδομένου ότι αποτελεί την κυριότερη λειτουργία της γλώσσας. Αλλά από διαχρονική, ιστορική άποψη μητέρα των τεχνών είναι το θέατρο, η μαγική, μυστηριακή, κοσμική ή θρησκευτική, τελετή. Ο ψαλμός, το εγκώμιο και το τραγούδι ήταν πάντα –μέχρι και πολύ αργά στην νεότερη ιστορία- μέρος μιας τελετής, μιας εκδήλωσης, μιας «επιτέλεσης», όπως λένε σήμερα οι post-modern (ή mortem) φιλόσοφοι, οι οποίοι επιτέλους ανακάλυψαν τον τροχό!

Το ποίημα το έφτιαχνε κάποιος, απευθυνόμενος σε συγκεκριμένους ανθρώπους, με συγκεκριμένο θέμα και σκοπό να τους προκαλέσει συγκεκριμένα συναισθήματα και να τους οδηγήσει σε συγκεκριμένες σκέψεις. Βέβαια όλα αυτά τα συγκεκριμένα δεν χαρακτηρίζονταν από την αυστηρότητα του τρόπου με τον οποίο σκεπτόμαστε εμείς σήμερα. Όποιος θέλει να γράψει αποτελεσματική ποίηση πρέπει να το έχει υπόψη του αυτό. Ποιας τελετής μέρος θα είναι το ποίημά του, ποιον ρόλο θα παίζει αυτός στην τελετή, ποιοι είναι οι αναγνώστες του, τι θέλει να τους προκαλέσει; Είναι βέβαιο πως το ποίημα που θα φτιάξει θα υπερβαίνει όλες αυτές τις συνειδητές ορίζουσες, θα είναι σαν τους κύκλους που κάνει το νερό όταν το ακουμπήσεις – κύκλοι που θα χάνονται όσο πιο περισσότερο ανοίγονται. Μπορεί να είναι μοιραίο να ξεφύγουν από τον έλεγχό σου, αλλά σε κάποιοι συγκεκριμένο σημείο πρέπει να αγγίξεις το νερό. Αν αρχίσεις να το χτυπάς τυχαία, θα σηκώσεις τρικυμία. Άρα το ποίημα έχει πάντα ένα κέντρο. Αυτό κέντρο του δίνει την συνοχή του – όσο «αντισυμβατικό» κι αν είναι – έστω κι αν πρόκειται για απόσπασμα. Ο Κρητικός του Σολωμού είναι ένα απόσπασμα ποιήματος, αλλά το αντιμετωπίζουμε σαν ολοκληρωμένο, γιατί έχει κέντρο – και το νιώθουμε. Η Έρημη Χώρα του T.S.Eliot είναι σε πρώτη ματιά ένα χάος, αλλά συνεχίζουμε να την διαβάζουμε, επειδή έχει κέντρο.

 

«…Κατά κάποιον τρόπο η ποίηση δουλεύει στην
βάση των εισαγωγικών. Βάζε τα πάντα σε εισαγωγικά.
…»

 

― Εν αρχή και καλώς εχόντων των πραγμάτων κύριε Μπλάνα, οι σύγχρονοι «γραφιάδες»-συγγραφείς-ποιητές-κειμενογράφοι συνεχώς αυξάνονται με έναν αλματώδη ρυθμό στις μέρες μας. Θεωρώ ότι λίγοι θα αντέξουν στο χρόνο και σίγουρα όσοι είχαν να μας πουν κάτι πρωτότυπο, ή που άγγιξαν αισθητά τον δικό μας συναισθηματικό κόσμο. Εσείς τί πιστεύετε για τη νέα «φουρνιά», τους επόμενους από εσάς, και τι θεωρείτε ότι θα μείνει τελικά;

Αυτή η φαινομενικά αλματώδης αύξηση σηματοδοτεί τους τελευταίους σπασμούς μιας ποιητικής συνθήκης, που εγκαθιδρύθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σε όλον τον κόσμο. Ο ηγεμονικός ρόλος της κοινωνικής αμφισβήτησης έφερε κοντά στην ποίηση σημαντικό αριθμό «λαϊκών» ανθρώπων. Η ποίηση θεωρήθηκε απελευθερωτική πρακτική, που μπορεί να ασκηθεί με μόνες προϋποθέσεις την γνώση της μητρικής γλώσσας και την ύπαρξη «χειμαζόμενου» ή καταπιεζόμενου ασυνείδητου. Παράλληλα η ποίηση απέκτησε χαρακτήρα εχθρικό προς τις κοινωνικές συμβάσεις. Σταδιακά, μετά το 1970, οι «λαϊκές» τάξεις αποσύρονταν από τον χώρο της λογοτεχνίας, καθώς εξοικειώνονταν περισσότερο με τους θεσμούς και τον ρόλο που απέδιδαν στον καθένα. Στην Ελλάδα, από κεκτημένη ταχύτητα, συνεχίζεται αυτό.

Στην πραγματικότητα φθίνει. Απλά συμπεριφέρεται σαν να αυξάνει επειδή η καθοδική πορεία της συγκρατείται από την άνοδο μιας άλλης συνθήκης, σύμφωνα με την οποία η ποίηση είναι ένδειξη καλλιέργειας, κυρίως για τους ανθρώπους που σπουδάζουν και θέλουν να κάνουν ακαδημαϊκή καριέρα. Φυσικά, οι περισσότεροι ασχολούνται ερασιτεχνικά. Απλά κοσμούν το επαγγελματικό βιογραφικό τους με την ιδιότητα του ποιητή, όπως κοσμούν τα «αυτιά» των ποιητικών βιβλίων τους με άσχετα προς την ποίηση μεταπτυχιακά και διδακτορικά.

Πάντως, θεωρώ αχρειότητα την απόρριψη όλων αυτών των ανθρώπων από τους αυτόκλητους φύλακες της παρθενίας της ποίησης! Όσοι περισσότεροι άνθρωποι επιχειρούν να γράψουν ποίηση, τόσο καλύτερα. Σ’ αυτό είμαι κάθετος. Μπορείς να βρεις μέσα σε ένα κακογραμμένο βιβλίο ενός ερασιτέχνη μια σπουδαία ιδέα, έναν σπουδαίο στίχο, που δεν θα μπορούσες να βρεις σε πέντε βιβλία ενός εκτιμούμενου «επαγγελματία», όσα βραβεία κι αν έχει πάρει. Σίγουρα λίγοι θ’ αντέξουν στον χρόνο – αν και αυτό είναι πάντα ασαφές. Υπάρχουν ποιητές που δεν άντεξαν τα πρώτα 100 χρόνια μετά τον θάνατό τους, αλλά εκτιμήθηκαν πολύ τα επόμενα 100. Γενικά, καλά είναι να έχουν καθένας λίγους αναγνώστες σε κάθε εποχή, παρά πολλούς μιαν εποχή, όπως έλεγε ο T.S.Eliot.

Το ζήτημα είναι πως στην Ελλάδα ως μετα-αποικιακή χώρα, δεν υπάρχει πνευματική συνθήκη, αλλά μόνο πνευματικοί άνθρωποι, που ουσιαστικά βιώνουν την μοναξιά τους. Συχνά δημιουργούνται αγέλες διανοουμένων-κλόουν, οι οποίοι όταν συναντούν αντιστάσεις στην πορεία τους προς την λεπτή μεμβράνη που χωρίζει την πολιτική εξουσία από την κοινωνία των πολιτών, μεταμορφώνονται σε διανοούμενους-κλόουν-βρικόλακες. Κάθε δεκαετία εμφανίζεται μια «γενιά» -«φουρνιά» όπως λες- που θέλει να προβάλει κάποια χαρακτηριστικά, τα οποία τελικά αφήνουν απέξω όλες τις σημαντικές φωνές και καλύπτουν τις μέτριες, χλιαρές. Δεν ξέρω τι θα μείνει. Πώς να ξέρω αν κάποιος από τους νεότερούς μου γράψει κάποτε ένα ποίημα που θα μας εκπλήξει ή αν έχει γραφεί ήδη και δεν μπορεί να εντοπιστεί, γιατί δεν απλά δεν έφτασε μέχρι την δημοσιότητα, από άγνοια, αδεξιότητα ή μοχθηρία των διαχειριστών της;

 

«…Όσοι περισσότεροι άνθρωποι επιχειρούν να
γράψουν ποίηση, τόσο καλύτερα. Σ’ αυτό είμαι κάθετος.
…»

 

― Ένα από τα χαρακτηριστικά της ποίησης, πέρα από την κατάθεση ψυχής, είναι ότι πλάθονται καινούργιες λέξεις, πρωτότυπες. Λέξεις που ίσως εκ πρώτης όψεως φαίνονται λάθος συντακτικά ή παραβιάζουν τους κανόνες της γραμματικής. Κι εδώ έρχεται η αιώνια απορία, αν θέλεις αυτές να τις μεταφέρεις στη γλώσσα ή την τοπική διάλεκτο μιας άλλης κοινωνίας που φυσικά κάτι το αντίστοιχο δεν υπάρχει σαν όρος στο λεξικό και θα πρέπει να το δημιουργήσεις σαν μεταφραστής πιστά και επάξια, πως γίνεται; Τις λέξεις που γεννήσανε, ή γεννήσαμε, επαναδημιουργήσαμε, σκοτώνοντας την Ελληνική γραμματική για να αποδώσουμε το συναίσθημα με εικόνες;

Στην πραγματικότητα, η γλώσσα παραβιάζει συνεχώς την γραμματική της. Η παραβίαση είναι ένα κεφάλαιο της γραμματικής της, που δεν γράφτηκε ποτέ. Κι όμως έχει κανόνες. Τους κανόνες αυτούς μπορείς να τους συνάγεις από τους κανόνες ορθότητας, αλλά περισσότερο χρειάζεται να έχεις αίσθηση της γλώσσας. Ο Ελύτης χρησιμοποίησε κάποτε το ουσιαστικό «γαρίφαλο» σαν επίθετο, για να χαρακτηρίσει ένα ακρωτήριο. Οι αναγνώστες το λάτρεψαν, γιατί παραβίασε τους κανόνες της γραμματικής, αλλά όχι και το γλωσσικό αισθητήριο των ομιλούντων την ελληνική. Η γραμματική μιας γλώσσας περιγράφει το 5% των κανόνων της. Το άλλο 95% ρέει σαν μάγμα, κάθε στιγμή της ζωής μας.

 

«…Η γραμματική μιας γλώσσας περιγράφει το 5% των
κανόνων της. Το άλλο 95% ρέει σαν μάγμα, κάθε στιγμή της ζωής μας.
…»

 

― Ως μεταφραστής, έχοντας μεταφράσει πολυάριθμα βιβλία ποίησης με εξαιρετική απόδοση από εσάς, οι άλλοι λαοί είναι καλύτεροι τελικά στην τεχνική τους ή εμείς που δημιουργήσαμε την τέχνη αυτή; Εμείς πού υστερούμε ίσως;

Υστερούμε μόνο σε ένα σημείο – το οποίο αν και δεν αφορά άμεσα στην ποίηση, της δημιουργεί πολλά προβλήματα. Επειδή είμαστε ένας λαός στάσιμος με ευθύνη της ελίτ του, ασχολούμαστε με προβλήματα πάντα άκαιρα, τα οποία εξαντλούν την δυναμική μας. Παραδείγματος χάριν την εποχή που αναπτυσσόταν η λογοτεχνική κριτική και θεωρία από την Μόσχα μέχρι την Λισαβόνα και την Νέα Υόρκη εμείς εξαντλούσαμε την κριτική μας ενέργεια στο γλωσσικό ζήτημα. Σήμερα που οι μελέτες για την λογοτεχνική μετάφραση έχουν απογειωθεί, εμείς ασχολούμεθα με το ζήτημα της «σωστής» μετάφρασης, χρησιμοποιώντας νεαντερνταλικές μεθόδους. Η ελληνική λογοτεχνία είναι από δεκαετίες γεμάτη με τολμηρούς πειραματισμούς κι εμείς ανακαλύπτουμε τώρα το πειραματικό λογοτέχνημα.

 

― Τί θεωρείται ότι είναι το «Πειραματικό λογοτέχνημα»;

Ο Οδυσσέας ή το Finnegans Wake του Joyce, ας πούμε. Κυκλοφόρησαν το 1922 και το 1939 αντίστοιχα. Σήμερα στην Ελλάδα τέτοια έργα τα παρουσιάζουμε σαν νέα επινόηση και τα ονομάζουμε «μετα-μυθοπλαστικά». Επινοήσαμε και δικό μας όρο για να καλύψουμε την 90χρονη καθυστέρησή μας – παρόλο που υπάρχουν Έλληνες συγγραφείς, οι οποίοι πειραματίστηκαν εκείνη την εποχή. Το Σόλο του Φίγκαρω του Σκαρίμπα γράφτηκε το 1939! Αλλά τότε οι Έλληνες κριτικοί ήταν απασχολημένοι με τα «εθνικά» μας ζητήματα!

 

― Θεωρείτε ότι υπάρχει παραλογοτεχνία (ή παραφιλολογία) στην Ελλάδα; Και αν ναι, γιατί αυτή τυπώνεται και βρίσκει εμπορική απήχηση; Θα κριθεί μακροχρόνια, αν αυτό ήταν άξιο να σταθεί και να παραμείνει στην αντίληψή μας ή πιστεύετε ότι «όλοι οι καλοί χωράμε» μέσα στη λογοτεχνία (και διαδικτυακά, αλλά και μέσω κάποιας έκδοσης);

Και μόνο ο όρος «παραλογοτεχνία», ο οποίος χρησιμοποιείται ακόμα από τους ειδικούς, δείχνει την άνευ λόγου αλαζονεία μας. Δεν υπάρχει παραλογοτεχνία. Υπάρχουν μόνο ειδικές λογοτεχνίες. Μακάρι αρκετοί από τους «σημαντικούς» λογοτέχνες μας να μπορούσαν να γράψουν όπως έγραφε ο PhilipDick, ο θρυλικός συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας. Ο Παπαδιαμάντης, ο Μητσάκης, ο Βιζυηνός, ο Καραγάτσης, ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος ήταν μεγάλοι επειδή γνώριζαν την αξία των ειδικών λογοτεχνιών. Έχει γραφτεί τόση «σοβαρή» σαβούρα, που είναι αστείο να υποτιμούμε τα αισθηματικά μυθιστορήματα, ας πούμε.

 

«…Δεν υπάρχει παραλογοτεχνία. Υπάρχουν μόνο ειδικές λογοτεχνίες...»

 

Τι θα συμβουλεύατε τα νέα παιδιά, εμάς, την επόμενη «φουρνιά» να προσέξουμε και να το κρατήσουμε σαν οδηγό, σαν τυφλοσούρτη στο δρόμο μας για τις επόμενες δημιουργίες;

Παρόλο που τελικά κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι περισσότερο από τον εαυτό του -οπότε οι συμβουλές δεν έχουν νόημα- έχω να πω: Ασταμάτητη μελέτη λογοτεχνίας, φιλοσοφίας, μουσικής, χορευτικής και θεατρικής θεωρίας. Και πειραματισμός. Δεν υπάρχει τίποτα απαγορευμένο. Όλα μπορούν να ειπωθούν. Η ποίηση δεν κινδυνεύει από το παράλογο – κινδυνεύει από το άσχημο (και όχι πάντα). Τι νόημα έχει η ποίηση αν δεν χορέψει με τον θάνατο στην άκρη της τρέλας; Η ποίηση δεν είναι «δημιουργική απασχόληση», είναι ένα είδος σοφίας. Ο ποιητής πρέπει να γνωρίζει τον κόσμο και τις εικόνες για τον κόσμο μέχρι και τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες. Και πρέπει να μην τον υποφέρει. Κανένας σπουδαίος ποιητής δεν μπορούσε να υποφέρει τον κόσμο.

 

«…Η ποίηση δεν κινδυνεύει από το παράλογο – κινδυνεύει από το άσχημο...»

 

― Είναι προτιμότερο λοιπόν να αναρτούμε διαδικτυακά τα γραπτά μας, μέχρι αυτά να «κριθούν» ή αλλιώς να δοκιμαστούν στο χρόνο ή είναι καλό κάποιος να προχωρήσει σε έκδοση όταν νιώθει πως διαθέτει «ταλέντο»;

Αν κάποιος νομίζει πως έχει γράψει κάτι καλό, ας τυπώσει ένα βιβλίο ή ας το δημοσιεύσει σε ηλεκτρονική μορφή στο διαδίκτυο. Ας μην περιμένει να κριθεί. Δεν υπάρχει πια κριτική. Απλά, τα γραπτά του μπορεί να γίνουν γνωστά σε κάποιους αναγνώστες. Δεν αποκλείεται κάποια στιγμή να συζητηθούν ευρύτερα. Μέχρι εκεί. Κανείς νομίζω δεν μπορεί να περιμένει κάτι παραπάνω. Ένα βραβείο ίσως; Ναι. Αλλά στην Ελλάδα τα βραβεία δεν σημαίνουν τίποτα. Και δε σε μαθαίνουν περισσότεροι άνθρωποι. Το διαδίκτυο έχει μεγαλύτερη δυναμική – αν και δεν είμαι βέβαιος μέχρι πού μπορεί να φτάσει. Είναι νωρίς ακόμα.

 

― Τι να περιμένουμε εκδοτικά και διαδικτυακά (ίσως μέσα από κείμενά σας) από τον ποιητή Γιώργο Μπλάνα για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα;

Την μετάφραση και ερμηνεία της Πέμπτης Δεκάδας των Κάντο του EzraPound, από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης, μέχρι τα Χριστούγεννα.

 

― Για το τέλος θα ήθελα να κλείσετε με δυο-τρεις από τους στίχους σας που πιστεύετε ότι σας χαρακτηρίζουν σήμερα; Που μπορεί κανείς να σας βρει και να σας διαβάσει διαδικτυακά, πέρα από τη συγγραφική σας δραστηριότητα που έχει εκδοθεί;

«Καλύτερα έτσι οδυνηρά και σκοτεινά, βαθιά πολύ
εγώ στον λάκκο του ακατόρθωτου, στον λάκκο του ανυπόστατου.
Αρκεί με λίγο πράσινο εύφλεκτο να βρω
τον δρόμο για το αχόρταγο,
το αβάσιμο, ιερό έγκλημα της φωνής μου.
Σειρήνα μου ήταν η φθαρτή Σκύλα της αθανασίας.»

 

Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΟΥ ΣΕΛΙΔΑ ΣΤΟ ΔΙΚΤΥΟ ACADEMY:
https://independent.academia.edu/YORGOSBLANAS

Γιώργος Κόκκινος

Ο Γιώργος Κόκκινος ξεκίνησε τη συγγραφική του δραστηριότητα το 2004 κι έκτοτε συνεχίζει να γράφει αποσπασματικά, στιχουργήματα αποκλειστικά στο διαδίκτυο ως διαδικτυακός εραστής της τέχνης. Είναι μέλος της ΠΕΛ από το 2007 και έχει στο ενεργητικό του το Γ΄ Βραβείο ποίησης του διαγωνισμού της ΠΕΛ για το έτος 2006. Γεννήθηκε στην Κηφισιά Αττικής τον Σεπτέμβρη του 1977 και ζει ακόμα στην Αθήνα, έχοντας επιπλέον στο ενεργητικό του δημοσιεύσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά (έντυπα και του διαδικτύου) καθώς και συμμετοχές σε επετειακά-ετήσια ημερολόγια και ανθολογίες ποίησης. Πλήρης εργογραφία >> Συμμετέχει στο eBooks4Greeks.gr από τον Αύγουστο του 2018.

Άρθρα - Website

Κατηγορία: ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ - ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Tags: , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *