«H Ηλιογέννητη» – Λαϊκό Παραμύθι #4 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

Share

«H Ηλιογέννητη» – Λαϊκό Παραμύθι #4 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

Όταν ήμουνα μικρή, η καλή μου η γιαγιά μου έλεγε ένα παραμύθι. Καθόταν στο σκαμνί της και αρχινούσε…

Μια φορά και έναν καιρό…Ήτανε ένα ζευγάρι που δεν μπορούσε να κάμει παιδιά. Η γυναίκα στεναχωριότανε πολύ και κάθε μέρα παρακαλούσε τον Ήλιο να μπορέσει να κάμει ένα παιδί. Κάθε πρωί του έλεγε «Ήλιε μου, περ ήλιε μου και κοσμογυριστά μου, βοήθησέ με να κάμω ένα παιδί και εγώ θα σου το αφιερώσω».

Κάθε μέρα παρακάλια. Ώσπου μια μέρα ο Ήλιος της απάντησε «Θα σε βοηθήσω να κάμεις το παιδί που επιθυμείς, αλλά με τον όρο να μην το δω ποτέ. Αλλιώς θα σου το πάρω».

Μετά από εννέα μήνες η γυναίκα γέννησε ένα όμορφο κατάξανθο κοριτσάκι με ροδαλά μάγουλα που το ονόμασε Μαρούλα. Πάντα φρόντιζε να είναι στη σκιά, γιατί αν το έβλεπε η ακτίνα του Ήλιου θα της το έπαιρνε αμέσως. Το πρόσεχε πολύ το κορίτσι της και όταν ακόμη εκείνο έπαιζε με τα άλλα τα παιδάκια, πάντοτε ήτανε στη σκιά.

Σαν ήρθε η ώρα λοιπόν να πάει στο σχολείο, η μάνα της Μαρούλας της έφτιαξε μια ομπρέλα για να έχει μαζί της να μην τη βλέπει ο Ήλιος. Κάθε πρωί πριν φύγει για το σχολειό της έλεγε
– Μαρούλα μου, θα πηγαίνεις από τον ίσκιο ίσκιο για να μη σε δει ο Ήλιος και σε πάρει. Πρόσεξε Μαρούλα! (επανάληψη χ2)

Κάθε πρωί της το έλεγε αυτό και πήγαινε η Μαρούλα στο σχολειό και πρόσεχε.

Μια μέρα όμως η Μαρούλα δεν γύρισε στο σπίτι της. Η μάνα της ανησύχησε πολύ και κατάλαβε ότι την είδε ο Ήλιος και την πήρε. Θρηνούσε, έκλαιγε, χτυπιόταν και ρωτούσε τα πετούμενα του ουρανού.
– Κοράκια, κορακάκια μου, μήπως είδατε τη Μαρούλα μου;
Ύστερα ρωτούσε τα ζώα του δάσους.
– Ελάφια, ελαφάκια μου, μήπως είδατε τη Μαρούλα μου;

Αλλά απόκριση δεν έπαιρνε καμία. Τη Μαρούλα της την είχε πάρει ο Ήλιος στο παλάτι του και την είχε φυλακισμένη. Εκεί στο παλάτι του Ήλιου η Μαρούλα είχε όλα τα καλά, κήπους με τριαντάφυλλα, λουλούδια, δέντρα με φρούτα, ζώα για να παίζει και να της κάνουνε παρέα. Σαν να ζούσε στον Παράδεισο, όμως δεν ήτανε ευχαριστημένη. Ήθελε να γυρίσει στο σπίτι της, γι’ αυτό και κάθε μέρα έκλαιγε. Εκεί που έκλαιγε μια μέρα, ένα δάκρυ της έσταξε στο μάγουλο του Ήλιου και τότε ο Ήλιος στεναχωρέθηκε πολύ, έτσι και τη ρώτησε:
– Μαρούλα μου, γιατί κλαις; Θέλεις να γυρίσεις στη μάνα σου;
Και η Μαρούλα απάντησε κλαίγοντας.
– Ναι, θέλω να πάω στη μάνα μου.

Ε, τότε ο Ήλιος φώναξε τα κοράκια και τα ρώτησε «Κοράκια, κορακάκια μου, παίρνετε τη Μαρούλα στο σπίτι της;». «Την παίρνουμε», απάντησαν τα κοράκια. «Και από πού θα τρώτε;», ρωτάει ο Ήλιος. «Από το κρέας της», απαντάνε τα κοράκια. «Και από πού θα πίνετε;», τα ρωτάει ξανά ο Ήλιος. «Από το αίμα της», απαντάνε αυτά.

Τότε ο Ήλιος τους λέει «Φύγετε, φύγετε, δεν σας θέλω, που θέλετε να φάτε τη Μαρούλα».

Ύστερα από λίγο ο Ήλιος φώναξε τα ελάφια. «Ελάφια, ελαφάκια μου, παίρνετε τη Μαρούλα στο σπίτι της;». «Την παίρνουμε», απάντησαν εκείνα. «Και από πού θα τρώτε;», τα ρωτάει ο Ήλιος. «Από το δροσερό χορτάρι», λένε εκείνα. «Και από πού θα πίνετε;», τα ξαναρωτάει. «Από το δροσερό νερό της πηγής», απαντάνε τα ελάφια.

Και τότε ο Ήλιος λέει στη Μαρούλα «Ετοιμάσου, Μαρούλα μου, να πας στη μάνα σου».

Ανέβηκε λοιπόν επάνω στα ελάφια η Μαρούλα και ξεκίνησαν να πάνε στο σπίτι της. Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν…

Ο κόκορας της μάνας της Μαρούλας αρχίνησε «Κουκουρουκουκουου η Μαρούλα έρχεται απάνω στου ελαφιού τα κέρατα» (επανάληψη χ3)

Και τότε η μάνα της Μαρούλας αποκρίθηκε «Φευγάτε έρημα και σκοτεινά που μελετάτε τη Μαρούλα μου και καίγεται η καρδούλα μου». (επανάληψη χ2)

Ωστόσο τα ελάφια με τη Μαρούλα τρέχανε, τρέχανε.. Ώσπου, κάποια στιγμή σταματήσανε σε ένα δάσος να ξεκουραστούν και να φάνε. Τα κακόμοιρα είχανε δειλιάσει* από τον πολύ τον δρόμο και σταμάτησαν σε ένα ξέφωτο. Κατέβηκε η Μαρούλα και τα ελάφια αρχίσανε να τρώνε. Δίπλα στο μέρος που την άφησαν ήτανε ένα πηγάδι και η Μαρούλα έσκυψε πάνω από το πηγάδι και κοίταξε μέσα. Μαζί με το δικό της καθρέφτισμα είδε και το καθρέφτισμα της λάμιας*, ενώ ύστερα από λίγο ακούστηκαν οι κόρες της να λένε «Μάνα, κοίτα τι όμορφες που είμαστε». Βλέπανε το είδωλο της Μαρούλας, νομίζανε πως ήτανε το δικό τους και άρχισαν να τσακώνονται ποιανής είναι το πρόσωπο. Τότε η λάμια τους φώναξε «Σκάστε μωρές, δεν εισάστενε εσείς. Αυτή είναι η Μαρούλα». Τότε αυτές αρχίσανε τα κλάματα και τις φωνές. Η λάμια για να πάψουν οι κόρες της να κλαίνε και να οδύρονται, προσπάθησε να πείσει τη Μαρούλα να τηνε ακολουθήσει.

Και τότε η Μαρούλα φώναξε στα ελάφια «Ελάφια, ελαφάκια μου, εσείς τρώτε και πίνετε και εμέ με τρώει η λάμια» ( επανάληψη χ3)

Την τρίτη φορά τα ελάφια άκουσαν το κάλεσμα της Μαρούλας και έτρεξαν γλήγορα γλήγορα κοντά της. Την ανέβασαν στην πλάτη τους και όπου φύγει φύγει…

Ξάφνου ο κόκορας ακούγεται και πάλι «Κουκουρουκουκουου η Μαρούλα έρχεται απάνω στου ελαφιού τα κέρατα» ( επανάληψη χ3)

Και τότε πάλι η μάνα της Μαρούλας λέει «Ξουου, ξουου, ξουου, έρημα και σκοτεινά που μελετάτε τη Μαρούλα μου και καίγεται η καρδούλα μου».

Και ξαφνικά, ύστερα από λίγο, εμφανίζονται στην αυλή του σπιτιού τα ελάφια. Γονατίζουνε και κατεβαίνει η Μαρούλα να πάει στη μάνα της. Μόλις συναντιούνται, αγκαλιές, φιλιά, δάκρυα χαράς που μάνα και κόρη είναι και πάλι μαζί. Τα ελαφάκια έκατσαν να ξαποστάσουν, έφαγαν το φρέσκο χορτάρι που τους έδωσε η μάνα της Μαρούλας για να τα ευχαριστήσει και ήπιανε δροσερό νεράκι να ξεδιψάσουν. Την άλλη μέρα το πρωί αυτά επέστρεψαν στο δάσος τους και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…

 

*Δειλιάσει= λαχανιάζω.
*Λάμια= δαίμονας- στοιχειό που έπαιρνε την μορφή φαντάσματος, άρπαζε τα παιδιά και τα καταβρόχθιζε.

 

Λίγα λόγια για το παραμύθι: Αυτό το παραμύθι μας το έλεγε η γιαγιά μου, όταν ήμασταν μικρά. Πρόσφατα μου το θύμισε μία από τις θείες μου (μία από τις κόρες της γιαγιάς μου) που η γιαγιά της το διηγούνταν και σε εκείνη, δηλαδή η προγιαγιά μου. Η θεία μου είναι γεννημένη την δεκαετία του ’50, οπότε το παραμύθι έχει μεταφερθεί σε τουλάχιστον τρεις γενιές, ίσως και παραπάνω, μιας και εγώ γεννήθηκα τη δεκαετία του ’80. Δεν γνωρίζω αν έχουν υπάρξει αλλοιώσεις με τον καιρό, αλλά ήταν από τα πιο γνωστά παραμύθια που λέγονταν στο νησί της Κερκύρας, ειδικότερα στη νότια Κέρκυρα, στην περιοχή της Λευκίμμης.

Πανδή Βασιλική

 

Δείτε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού Εδώ >>

Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ / ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Tags:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *