«Ο έξυπνος τσοπάνης» – Λαϊκό Παραμύθι #16 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

Share

«Ο έξυπνος τσοπάνης» – Λαϊκό Παραμύθι #16 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

 

Κάποτε στα παλιά τα χρόνια ήταν ένας βασιλιάς που ήθελε να μάθει τι λένε οι άνθρωποι γι΄ αυτόν. Ξεκίνησαν λοιπόν μια μέρα με τη βασίλισσα τη γυναίκα του για τα χωριά των υπηκόων του. Φόρεσαν τα κατάλληλα φτωχικά ρούχα, πήραν το κάρο με τα ζεμένα άλογα και κατηφόρισαν μόνοι τους, χωρίς τη συνοδεία τους. Έφτασαν στο πρώτο χωριό και κατέβηκαν για μια βόλτα στην αγορά. Άκουσαν διάφορα, αλλά δεν μιλούσαν καθόλου. Στα χωριά που πήγαιναν έμεναν σε σπίτια χωρικών τη νύχτα και την άλλη μέρα το πρωί ξεκινούσαν για το επόμενο χωριό.

Μια μέρα, καθώς περνούσαν με το κάρο σε έναν δύσβατο δρόμο του δάσους για να πάνε στο τελευταίο χωριό, τα άλογα τρόμαξαν από έναν δυνατό θόρυβο του δάσους και τινάχτηκαν ψηλά. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα έπεσαν κάτω, ενώ τα ζωντανά μαζί με το κάρο συνέχισαν τον δρόμο τους.

Το βασιλικό ζευγάρι, μην έχοντας κάτι άλλο να κάνουν σηκώθηκαν κι άρχισαν το περπάτημα. Περπατούσαν και περπατούσαν, ώσπου κατάκοποι κάθισαν σε ένα κούτσουρο για να ξεκουραστούν. Σε λίγο από εκεί πέρασε ένας βοσκός με τα προβατάκια του και τους ρώτησε τι κάνουν μόνοι τους μέσα στο δάσος, πώς είχαν βρεθεί εκεί και μήπως περιμένουν κανέναν.

Εκείνοι του είπαν την περιπέτειά τους και ο τσοπάνης τους προσκάλεσε στο φτωχικό του για να περάσουν τη νύχτα. Η καλύβα του τσοπάνη ήταν πολύ φτωχική με καμία πολυτέλεια. Τους έστρωσε στρωματσάδα να κοιμηθούν κι ο βασιλιάς αντέδρασε, άρχισε να διαμαρτύρεται και να φωνάζει:
-Κάτω θα κοιμηθώ; Ξέρεις ποιος είμαι εγώ που με βάζεις να κοιμηθώ κατάχαμα;
-Και βέβαια ξέρω ποιος είσαι, πώς δεν ξέρω. Βλέπω το κεφάλι σου κάθε μέρα, αλλά δεν έχω πού αλλού να σε βάλω να κοιμηθείς. Όπως κοιμάμαι εγώ κάθε μέρα χάμω, θα κοιμηθείς κι εσύ ένα βράδυ!
-Βλέπεις το κεφάλι μου; Πού το βλέπεις;

Ο τσοπάνης βγάζει από την τσέπη του ένα κέρμα, το μοναδικό που είχε, το οποίο είχε το κεφάλι του βασιλιά πάνω και του το δείχνει.

Ο βασιλιάς κοίταξε με θαυμασμό τον τσοπάνη για το θάρρος και την εξυπνάδα του και χωρίς να πει άλλη κουβέντα, πήρε τη βασίλισσα και ξάπλωσαν στο πάτωμα για να κοιμηθούν.

Την επόμενη μέρα, λίγο πριν φύγει ο βασιλιάς, ρώτησε τον τσοπάνη αν είχε παιδιά και πού βρίσκονται.
-Έχω τρία παιδιά τα οποία είναι μικρά ακόμη και βρίσκονται στο χωριό με τη γυναίκα μου, είπε ο βοσκός.
-Όταν με το καλό μεγαλώσουν και θέλουν δουλειά, στείλ΄ τα στο παλάτι για να τα βοηθήσω και να σου ανταποδώσω τούτο το καλό που μου έκανες.
– Τα παιδιά μου, βασιλιά μου, θα τα σπουδάσω και δεν θα τα στείλω να υπηρετούν εσένα. Θέλω όταν μεγαλώσουν να βγάζουν αρκετά λεφτά από τη δουλειά τους, ώστε να μην τους λείπει τίποτα.
-Και τι σπουδές θα κάνουν, ώστε θα βγάζουν τόσα πολλά λεφτά, ρώτησε απορημένα ο βασιλιάς.
-Θα σου πω, βασιλιά μου. Ο ένας θα γίνει νόμιμος ψεύτης, ο άλλος θα γίνει νόμιμος κλέφτης και ο τρίτος θα γίνει νόμιμος φονιάς.

Ο βασιλιάς δεν απάντησε, αλλά έφυγε απορημένος από την καλύβα του τσοπάνη. Τριγυρνούσαν για πολύ καιρό τα λόγια του βοσκού στο μυαλό του, αλλά δεν μπορούσε να δώσει καμία εξήγηση στους γρίφους του. Ρώτησε τους σοφούς συμβούλους του για το τι να σήμαιναν όλα αυτά, αλλά ούτε κι εκείνοι μπορούσαν να φανταστούν τι εννοούσε ο τσοπάνης. Ρώτησε και άλλους σοφούς συμβούλους του διπλανού βασιλείου για τούτον τον γρίφο, αλλά ούτε κι εκείνοι έδωσαν απάντηση.

Πώς ένας αγράμματος τσοπάνης ξεστόμισε έναν τόσο δύσκολο γρίφο που κανείς δεν μπορούσε να τον λύσει, σκεφτόταν ο βασιλιάς. Πέρασε κάμποσος καιρός, μα στο μυαλό του βασιλιά τούτος ο γρίφος ήταν άλυτος. Έστειλε λοιπόν προσωπικό και κάλεσε τον τσοπάνη να έρθει στο παλάτι για να λύσει επιτέλους τον γρίφο. Έφτασε ο τσοπάνης στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του βασιλιά και τον χαιρέτησε με σεβασμό. Ο βασιλιάς τον καλοδέχτηκε εγκάρδια και τον ρώτησε με αγωνία:

-Σε κάλεσα εδώ, καλέ μου τσοπάνη, για να μου πεις την απάντηση του γρίφου.
-Ποιου γρίφου, βασιλιά μου;
-Τι θέλεις να σπουδάσουν τα παιδιά σου;
-Μα σου απάντησα, βασιλιά μου, όταν με ρώτησες στο καλύβι μου. Ο ένας θα γίνει νόμιμος ψεύτης, ο άλλος θα γίνει νόμιμος κλέφτης και ο τρίτος θα γίνει νόμιμος φονιάς.
-Ναι, μα δεν καταλαβαίνω τι ΄ν΄ τούτες οι σπουδές!
-Είναι απλό, βασιλιά μου. Τον πρώτο μου γιο θα τον σπουδάσω δικηγόρο, για να λέει νόμιμα όσα ψέματα θέλει. Τον δεύτερο θα τον σπουδάσω οικονομολόγο, για να κλέβει τον νόμο, τους εμπόρους και το παλάτι σου και το στερνοπούλι μου θα το σπουδάσω γιατρό κι όταν κάποιος πεθαίνει, νόμιμα θα πεθαίνει κι αυτός.

Σάστισε ο βασιλιάς με τούτα τα λεγόμενα του τσοπάνη. Είχε να κάνει με έναν πανέξυπνο άνθρωπο κι αφού τον κοίταξε καλά καλά, του είπε:
-Πάρε την οικογένειά σου κι έλα να ζήσετε στο παλάτι μου. Θα πουλήσεις τα πρόβατά σου και θα έρθεις να γίνεις σύμβουλός μου. Κι όταν μεγαλώσουν τα παιδιά σου θα βοηθήσω εγώ στις σπουδές τους.

Ο τσοπάνης, ενώ χάρηκε με την πρόταση του βασιλιά, δεν έδειξε τον ενθουσιασμό του.

-Βασιλιά μου, δώσ΄ μου λίγο χρόνο να το σκεφτώ και θα σου απαντήσω σύντομα.

Σε λίγες μέρες ο τσοπάνης και η οικογένειά του χαίρονταν την πολυτέλεια του παλατιού. Δεν ξανακοιμήθηκε στρωματσάδα ούτε ο ίδιος ούτε η οικογένειά του. Σύμβουλος έγινε του βασιλιά, μα αν είναι αληθινή τούτη εδώ η ιστορία, ψέματα ή αλήθεια…έτσι λέν΄ τα παραμύθια.

 

Το παραμύθι αυτό, το άκουσα πριν πολλά χρόνια από τη θειά Χαλιάκαινα η οποία δεν βρίσκεται εν ζωή, στην Κρανέα Ελασσόνας. Δεν θυμάμαι καλά την ντοπιολαλιά και τις κομμένες λέξεις που χρησιμοποιούσε, αλλά θυμάμαι το περιεχόμενο του παραμυθιού.

Ελένη Μπλιούμη

 

Δείτε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού Εδώ >>

Κατηγορία: ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ / ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Tags:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *