«Ο τάφος των βασιλέων» ποιητικό έργο του Ζαν-Κλωντ Βιλλαίν σε μετάφραση Κωνστάνς Δημά ✍

Share

«Ο τάφος των βασιλέων» ποιητικό έργο του Ζαν-Κλωντ Βιλλαίν σε μετάφραση Κωνστάνς Δημά

Ο τάφος των βασιλέων

Καθώς δεν μπορούμε να μιλάμε για μεσογειακό πνεύμα δίχως να ταξιδέψει ο νους μας στην Ελλάδα, «Ο τάφος των βασιλέων» (Le Τombeau des rois) επικαλείται έναν αρχαίο κόσμο, τα σημάδια του οποίου είναι ακόμη και σήμερα ζωντανά. Έτσι ο συγγραφέας ανοίγεται εδώ σε μια ποίηση μυθολογικής αναδρομής, όπου το παρελθόν και το παρόν εναλλάσσονται μέσα στο παιχνίδι της φαντασίας. [Δείτε το και σε ebook]

Συγγραφέας: Ζαν-Κλωντ Βιλλαίν
Μετάφραση: Κωνστάνς Δημά
Δημοσίευση: eBooks4Greeks
Έτος δημοσίευσης: 2019
Μορφή: text, ebook

«Δεν υπάρχει μια αρχαία Ελλάδα
περισσότερο από μια Ελλάδα σύγχρονη•
υπάρχει μόνο η Ελλάδα
– κόσμος που επινοήθηκε και δημιουργήθηκε
για να υπάρξει αιώνια”.

Χένρη Μίλλερ
(Ο Κολοσσός του Μαρουσίου)

καταργείται ο χρόνος μπροστά στις πολιορκημένες επάλξεις
και στη γαλάζια απεραντοσύνη
τριήρεις τρέχουν στ’ απροσμέτρητο διάστημα

εκεί που η οδύσσεια αρχίζει
οι σημαδούρες χάνονται

***

πιστά
κάθε καλοκαίρι
σ’ έναν όρμο μοναδικό
-κανένα ιστίο δεν καλύπτει τη γυμνή σιλουέτα του-

ένας ζωγράφος από ένα μακρινό γιαλό
έρχεται
με μια γυναίκα ντόπια
να λατρέψει
την Αφροδίτη

***

νησιά ζεστά των πουλιών και των φοινίκων
πλούσια σε τρικυμίες κι οχυρωμένα για ασκητική
οι άντρες εκεί ονειρεύονται τεράστιους κόσμους
και γνώριμες ρότες

κι αν οι κραυγές της γης εκεί μοιάζουν πιο επώδυνες
είναι που εδώ
οι μοιρολογίστρες είναι παρθένες

***

το δειλινό
πάνω στα απόκρημνα βράχια
τ’ άδειο μικρό εκκλησάκι
πρίσμα ασυνήθιστης λευκότητας
ρίχνει
τις σκιές των μαιάνδρων των ερειπωμένων κιόνων
πάνω στη θάλασσα

***

τα σπίτια αερίζονται
στην πρώιμη άνοιξη της γαλάζιας χώρας
και κροταλίζει η φλεγόμενη κουρτίνα

ένα τρεχαντήρι αργοδιαβαίνει στην ακτή
όπου οι γυναίκες των ψαράδων
θωπεύουν τα κοχύλια με τα γυμνά τους πόδια
στα μαλλιά τους η κορδέλα της υπόσχεσης

μακριά από τα νησιά όπου υφαίνουν
το χρυσόμαλλο δέρας και το τρίχωμα του αλόγου
απαράμιλλη είναι η σιγουριά του ασύλου

***

όταν ανάμεσα στους λόφους
οι αοιδοί αρχίζουν το μακρινό τους τραγούδι
δε γνωρίζει κανείς πλέον εκεί ψηλά
μέσα στ’ άσπρα σπίτια ανοιχτά στη νύχτα

εάν είναι στιχάκια παιδιών
φωνές πολεμιστών
ή παραληρήματα θεών

κι όταν ο ξένος ακουμπήσει στο κεφαλόσκαλο
περιμένουν ν’ αναγνωρίσουν
έναν ήρωα μεταμφιεσμένο σε ζητιάνο

***

παιδιά
ήδη πλέκουν στεφάνια δάφνης και μυρτιάς
κι αν κατοικούν σε ερείπια
που δεν ξέρουν τι υπήρξαν
είναι που η ξενοιασιά ταιριάζει
στα αγόρια των βοσκών και των θηλυκών θεοτήτων
που
μέσα στη μυρωδιά του σχίνου ζουν
με το τραγούδι
και το άγριο κρασί

***

κάθε καλοκαίρι
πλησιάζουν στις μυθικές όχθες
σημαδεμένες από αίμα και αλάτι
η άμμος που πατούν
κρύβει τα αρχαία χνάρια

τάφρος λησμονιάς από πολυπατημένα ακρογιάλια

άρματα παραδομένα
μέσα στην παλιά σκουριά του μουσκεμένου μετάλλου

δεν έρχονται πια το γλυκοχάραμα
σ’ αυτές τις άδειες ακρογιαλιές
όπου μέσα στην έκπληξη και την εξάντληση
παίζονταν
το μέλλον των λαών και η μοίρα των βασιλέων

***

όταν
αναγκασμένα σε τόσα επικίνδυνα τολμήματα
τα πλοία τους εγκατέλειψαν τις σίγουρες πορείες

οι άντρες τραγουδούσαν ύμνους θάρρους

αν οι άνεμοι δεν τον είχαν παραδώσει στις τρικυμίες
ο χάρτης θα τον είχε βγάλει αλλού

εκεί που μένουν ακόμα
άγκυρες κρυμμένες μες στα φύκια

οι γιοι κάποτε ναυάγησαν στον ίδιο χώρο των πατέρων τους

***

χωρίς να ξέρουν τους ανέμους στ’ άγνωστα τούτα περιγιάλια
κατευθύνουν την πλώρη τους στις καινούργιες δύσεις

αφήνοντας στο πλοίο τα όπλα τους
καμιά φορά κατεβαίνουν στις πολυσύχναστες παραλίες
όπου γυναίκες με τα παλλόμενα στήθη
τους μιλούν άγνωστες γλώσσες

***

μέσα στη μέθη των πολέμων
στις σιωπηλές συγκρούσεις
του ιδρώτα και του αίματος
αποκρίνονται τα μακρινά τραγούδια
των κοριτσιών και των γερόντων
που ψάχνουν τον ορίζοντα με τα φλογερά τους μάτια

***

αν οι τριήρεις χάνουν την πορεία τους
είναι γιατί στους καπετάνιους τους
οι πριγκίπισσες άνοιξαν το κρεβάτι τους

τα μαργαριτάρια των διαδημάτων
κρύβουν τα πεντακάθαρα μέτωπα
εμποδίζοντας τις κινήσεις των πολεμιστών

και οι σειρήνες ως γνήσιες κόρες της φυλής τους
εξακολουθούν να τραγουδούν

από τη θάλασσα
ήρθε ένα περιστέρι φέρνοντας
τα νέα μιας αιχμάλωτης

***

ταξίδευε στη θάλασσα δίχως χάρτες
ίσως να τους σχεδίαζε μια μέρα
γνώριζε όμως τις αβέβαιες ακτές
ακόμη και τις πιο φαιδρές και πολυσύχναστες

μες την μακρόχρονη αναμονή του γυρισμού του
εκείνη ξεπέρναγε τον εαυτό της

και όντας αναγκασμένη ν’ αποκρούει τους παράλογους μνηστήρες
εργαζόταν διπλά
κι έκλαιγε διπλά

***
ποιος αποφασίζει λοιπόν γι’ αυτή τη μάχη
η τακτική του καθαρού μυαλού μπρος στο αίμα
ή η αναπτυγμένη δύναμη των αρμάτων που συγκρούονται

όταν οι αρχηγοί προκαλούν τους θεούς
κλείνοντας τ’ αφτιά τους στις θυσίες
αναβάτες χωρίς κράνη
ψυχορραγούν στο πλευρό των νεκρών αλόγων

είναι ακόμα η ώρα
του θορύβου των όπλων και των κραυγών των αντρών

αργότερα θα έρθει ο ποιητής
αργότερα ακόμη ο φιλόσοφος

***

το στάρι είναι στ’ αλώνι
και ο γάιδαρος με τα δεμένα μάτια
τον κύκλο τον κλειστό της μοίρας των ανθρώπων διαγράφει

είναι η εποχή των λεπτών ίσκιων
όπου οι γυναίκες μ’ όλες τις πληγές τους
δε σταματούν τις τελετουργίες

γεμίζουν τις κλεψύδρες
πλένουν τους χιτώνες
ξαναράβουν τα πανιά

***

γνώριζαν το δόλο της άμμου μέσα στα μάτια

αν αυτός στάθηκε ικανός να τους νικήσει
είναι γιατί έλπιζαν σε περισσότερη ανδρεία
από τους αντίπαλούς τους

έτσι θα καταντούσαν
σκλάβοι μ’ απλό χιτώνα
και θ’ ακουμπούσαν τα γυμνά τους πόδια
στις πλάκες μιας πόλης π’ ονειρεύονταν να κατακτήσουν

***

τ’ αδέλφια αλληλοσκοτώνονται
και όπως ο πιστός πεθαίνει κι ο προδότης

αίμα ανάμικτο παράξενων απογόνων κυλά

κι αφού μονάχος τυφλώνεται στο τέλος
ο βασιλιάς δέχεται την τύφλωση σαν δική του μοίρα

σκότωσε τέρας παντρεύτηκε βασίλισσα
θα ’ταν καλύτερα λοιπόν να ζούσε σα βοσκός
άγνωστος
ξεχασμένος

κι αφού ο θάνατος μονάχος
τραγικά σχίζει τα δίκτυα των παγίδων
σπρώχνει
στη μοιραία ανταρσία
περήφανες και πεισματάρες παρθένες

***

ερχόμενες από αλλού
γυναίκες μ’ αμυγδαλωτά μάτια
του φέρθηκαν όπως σε βασιλιά
-υπέροχα χάδια και γλυκά φιλιά-

δεν ένοιωθε πια που βρισκόταν
σπίτι πατρίδα και αδέλφια
όπλα ή καθήκον
πόλη ή υποσχέσεις

τότε
σταμάτησε την κλεψύδρα
και πάνω σ’ ένα πεντακάθαρο ουρανό
γύρεψε τον Ωρίωνα με βλέμμα απλανές

***

έλπιζε να πεθάνει
μια απ’ αυτές τις γκρίζες μέρες
όπου το παν μοιάζει σταματημένο

πίστευε θα του στοίχιζε λιγότερο ένας θάνατος από πείσμα

θα ’ταν σαν να μην λογάριαζε
τις ίντριγκες μιας διεστραμμένης μοίρας
και τη μοιραία σφοδρότητα
ενός μαύρου ήλιου
τις πυρωμένες μέρες

***

δε σκέφτηκαν
σ’ αυτές τις ακρογιαλιές της δάφνης και του θυμαριού
την προδοσία του πρώιμου χιονιού
που σκλήρυνε τα σχοινιά και τους ασκούς

δερμάτινο χαλί
θα ‘ναι το μόνο καταφύγιο των ναυτών της βάρδιας
καθώς παραφυλάνε τη σκοτεινή νύχτα

ονειρευόμενοι τους αποκλεισμένους βοσκούς
που ξαπλώνουν σκεπασμένοι με προβιές
μέσα στη ζεστασιά των ριζωμένων χωριών

***

κι όταν οι μύθοι συγχέουν
τους καιρούς με τα σημεία τους
αποκαλύπτουν την αιώνια παρουσία των ανθρώπων

ποιος έφηβος μπορεί ακόμα σήμερα
ν’ ακουμπήσει το αγγελικό του χέρι στο λαιμό μιας θεάς
και υπομονετικά
να δέσει χρυσαφένιες και λινές κλωστές
στην πλεξούδα των μαλλιών της

***

με το κεφάλι στα χέρια
διπλωμένα πάνω στην ασπίδα του
κοιμάται

κουρασμένος φρουρός παραμελώντας τη σκοπιά του
ονειρεύεται

τα παιδικά του χρόνια
όπου κάθε βράδυ
υπάκουος σκλάβος
χάιδευε το αιδοίο μιας ώριμης γυναίκας
μ’ ένα φτερό παγωνιού

***

άνοιξη
δυνατή των σιωπηλών παλμών
μέσα στους χυμούς και τα αίματα

στις μυριάδες των λουλουδιών που οι μέλισσες τρυγούν
το πιο κοινό είναι ανώτερο από το πιο αρχοντικό
όπως πάνω στο κρεβάτι των βασιλιάδων
οι σκλάβες παραμερίζουν τις νόμιμες βασίλισσες

παρά την ανήκουστη αυθάδεια των θνητών
οι θεοί μιμούνται τους βοσκούς
πίνουν μέλι και πλάθουν κερί

***

δένουν με δερμάτινα δεσμά
τους καρπούς των γενναίων

(το δεμένο τόξο τους είναι φοβερό
οξυμένο από το εξασκημένο μάτι στους μπρούτζινους στόχους)

σώμα
με
σώμα
θα προστατέψουν την πόλη
πιστοί στην αναντίρρητη υπόσχεση προς τους θεούς

τα βράδια
δάχτυλα προορισμένα για χάδια
θα αλείψουν βάλσαμο
στις πληγιασμένες σάρκες των κουρασμένων ηρώων

***

τους χρειάζεται

το κάτασπρο των παλατιών και οι πιο λεπτές επιδερμίδες
η πολυτέλεια των μαργαριταριών
και η απαλότητα του μεταξιού
το αόριστο τραγούδι των λυρών
και το δυνατό κρασί των γηλόφων

για ν’ απολαύσουν

γυμνοί και χωρίς εμβλήματα
την τρικυμιώδη ανδρική πείνα και τα σιγανά χάδια
πάνω στις υπάκουες κοιλιές των επιγαμιών ιερειών

που μέσα στη φωτιά των λέξεων και τις ρυθμικές σάρκες
ελευθερώνουν τις θείες κινήσεις τους
και ποτίζονται μεγαλοπρέπεια

***

ακόμα μακρινή
η εποχή των ζεστών βροχών
που πλένει τους ιδρώτες και το στεγνωμένο αίμα

και σίγουρη
η σκόνη από τ’ άρματα
προαγγελτικό σύννεφο ενός στρατού που βαδίζει

στον ορίζοντα της τεράστιας πεδιάδας
ο άγρυπνος βιγλάτορας θ’ αναφέρει την προέλαση των αλόγων
και ο γέρος βασιλιάς ο ίδιος στο ψηλό κάστρο
θα τα διακρίνει από τις αργές τους μετακινήσεις

πιστεύοντας ακόμα αδύνατη την πολιορκία
θα υπομείνουμε τους τοξότες ακάλυπτοι
και το σμαράγδι των χαμηλών ελαιόδεντρων
θα είναι το μοναδικό μας οχυρό

***

εισβάλοντας μαζί τα ίδια άγρια πλήθη
εξασκούνταν στα παιχνίδια του γέλιου και του κουρνιαχτού
και πίνοντας μέσα στο χρυσάφι ενός μοναδικού κυπέλλου
γιόρταζαν την ευκολία της αδελφοποίησης
στο κρύο νερό των πηγών

ακολουθώντας τα κοπάδια σε αργές διαδρομές
αντάλλασσαν τα φλάουτά τους
σκάλιζαν τα μπαστούνια τους
και το βράδυ σφυρίζοντας τους αρχαίους σκοπούς
αράδιαζαν κοντά στη φωτιά τις ουρές από πεθαμένες σαύρες

τις ιερές ημέρες
οι πατέρες τους προετοίμαζαν τους βωμούς για την ίδια θυσία
και πιστοί πάντοτε στην άμιλλα
οι αδελφοί τους λαχταρούσαν τις ίδιες γυναίκες χορεύοντας

αντίπαλων στρατευμάτων
είναι σήμερα οι αρχηγοί
και δε γνωρίζουν πως να φέρουν τη φθορά χωρίς οι ίδιοι να φθαρούν

δεν υπάρχει χειρότερος πόλεμος απ’ αυτόν που οδηγείται από θολωμένο αίσθημα

όταν τελικά στον άλλο
ο ένας γίνεται σκλάβος
αρματώνεται με αρκετή πίστη και μίσος
για να θριαμβεύσει μάταια
πάνω στον κατακλυσμό των αναμνήσεων που τον έκαναν τρωτό

***

αποκρυπτογραφώντας τους χρησμούς της
με μισόλογα
μιλά χωρίς να ξέρει

λένε πως ωστόσο γνωρίζει

στ’ αβέβαια μηνύματα
τόσα γεγονότα επαληθεύονται

κι όταν τα κυπαρίσσια κοκκινίζουν στη δύση
αυτή ανακοινώνει την επιστροφή των καιρών της μέθης
την επικείμενη έλευση των πριγκίπων και των τυράννων

***

στο ξύλο της ευκαλύπτου ο γεωμέτρης μετρά

– κύκλος
διαβήτης του σχοινιού
και καρέ του γνώμονα – ξέρει

το πνεύμα του πιο δυνατό επάνω στους μοχλούς
όπως στους άλλους οι απλοί μυς

και οι χρυσοί αριθμοί
οι σωστές αναλογίες προοίμια της αρμονίας

η άμμος που σχεδιάζει αρκεί για τη σπουδή του
οι μαθητές του τον ακούν να «παίζει» με τον κόσμο

***

ένα βράδυ
ο ήρωας έπεσε

πτώση
δίχως κραυγή και δίχως σήμα

άδικη ατίμωση ενός θανάτου χωρίς κίνδυνο

ντυμένοι στα μαύρα
γέροντες τον συνόδευαν
με σφιχτές παλάμες που κρύβανε έναν πόνο
πιο αληθινό από τα δάκρυα

***

καθώς έγιναν φιλικές
οι θάλασσες κατεύθυναν τα πλοία μας στα σύνορα της ελπίδας

ταλαιπωρώντας τα κατάρτια
έμαθαν στους νέους ναύτες
τη σταθερότητα των πανιών
τη σιγουριά της πορείας
το τετραγωνισμένο ράψιμο
και το βάρος του σχοινιού χωρίς κόμπους
πολύτιμο στον άνθρωπο του τιμονιού

δοκιμάζοντας τις γυναίκες μας βουβή προσμονή
εκείνες έδωσαν στο χρόνο τους ένα άλλο μέτρο

μετά χρειάστηκε να εφεύρουν μια άλλη κίνηση
γιατί η ακινησία των ημερών χωρίς άνεμο
είναι πιο θανάσιμη από την καταιγίδα

***

εκείνη γνωρίζει άλλους προγόνους

πως ανήκουν οι χιλιετηρίδες
σ’ εκείνους που κρυφά
γιορτάζουν τ’ αρχαία μυστήρια

και τι σημασία έχει η χαμένη γενεαλογία
εάν παραμένουν η ανατομία της φυλής
η πεποίθηση των απογόνων
όταν φυσάει το πνεύμα των τόπων
και ζωντανεύουν οι αναμνήσεις

αγγίζοντας υπομονετικά με τα δάχτυλά της
τις όρθιες πλάκες
εκείνη ψάχνει για φθαρμένα ονόματα
που μια κάποια εποχή
τα διακρίνει κανείς ακόμα
στο εφήμερο φως της αυγής

***

οι ήρωες αργά το βράδυ
έλυσαν τα σαντάλια τους

ορκίστηκαν να μη συμβιβαστούν με το χειμώνα
κράτησαν την υπόσχεση

οι τοξότες γνωρίζουν
όχι μόνο το διάστημα
αλλά και τους τόπους εξορίας και λησμονιάς

εκεί που υφαίνεται ο θυμός των αγοριών

***

όπως
δεν υπάρχει αληθινή σοφία δίχως καθαρή φαντασία
χρειάστηκε ν’ αφήσουνε καιρό τη λογική να παραπαίει

να ζωντανέψουν τα πλάσματα του παραληρήματος
και να παραμιλούν μέσα τους
για να φοβούνται και για να γελούν

όμως στην πρόσοψη των ναών
οι παράφορες δυνάμεις των τεράτων
συνεχίζουν να λυγίζουν
κάτω απ’ τη γεωμετρική ευθύτητα του τέλειου τριγώνου

***

γελούσαν με τη θεά της φωτιάς
που εξαπέλυε το ηφαίστειο

φωτιά για τη φωτιά
κι ας είναι με γη και θάλασσα

όταν στο αγκάλιασμα της αυγής
ένα ένα
τα άστρα θα σβήσουν
δε θα μείνει πια στους θεούς
παρά η υποκρισία του πένθους

***

υπέστη τη δοκιμασία του κόκκινου
και του μαύρου χρώματος του ήλιου πάνω στο φόρεμά του
φόρεσε πορφυρά ο ορίζοντας
περικυκλωμένος από τα τόσα ανέφικτα

τον φοβούνται
τον σέβονται
μετά τον θυσιάζουν για να προκαλέσουν τους φοβισμένους

ξαπλωμένος πλάι σ’ εκείνον που τον σκοτώνει
δεν αναγνωρίζει πια κανείς τις φυλές
ούτε ποιανού είναι τα αίματα που πλαταίνουν τις πληγές

κι όταν πεθαίνει ο ταύρος
μια νεαρή κοπέλα ωχρή
έρχεται ντυμένη με χιτώνα
να γείρει πάνω στο στιλπνό λαιμό του
το θεϊκό της κεφάλι

***

αν και νικημένοι
προσδοκούν ταφή γενναίων

αναπαυμένοι στο πέτρινό τους στρώμα
δε θα βλέπουν το άδειο βλέμμα των παιδιών
που ήξεραν τα ονόματά τους χωρίς να τους γνωρίζουν

ούτε μια τελευταία φορά
την ομορφιά των γυναικών μέσα στα τόσο εύθραυστα κορμιά τους
με τα μάτια ζαρωμένα από ευχαρίστηση και δάκρυα

***

οι γυναίκες με τα μαύρα κλαίνε τους γιους της πόλης
ήρωες ευάλωτοι που οι μάχες εξασθένησαν

η γη είναι αχάριστη
που ζητά τόσο αίμα
και οι πέτρες στα τείχη τους
πιο ανίσχυρες απ’ ότι στο διάβα

τα κάνιστρα έχουν εκείνο το ροζ λουλούδι
που είναι τόσο λιτό στα πέταλά του
ενώ μερικές άγριες αίγες βεβηλώνουν το ιερό χώμα

οι ρίζες του δέντρου της ειρήνης
τρυπώνουν στον τάφο των βασιλέων

 

© Jean-Claude Villain
© Κωνστάνς Δημά

 

Βιογραφικό σημείωμα του Ζαν-Κλωντ Βιλλαίν

Ο σύγχρονος Γάλλος συγγραφέας Ζαν-Κλωντ Βιλλαίν (Jean – Claude Villain) γεννήθηκε στη Βουργουνδία, πολύ νωρίς όμως επέλεξε να αγκυροβολήσει στη Μεσόγειο. Ύστερα από πολλές περιπλανήσεις στις χώρες της Μεσογείου μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα στη Νότια Γαλλία και την Τυνησία. Έχει δημοσιεύσει πάνω από 20 βιβλία εκ των οποίων τα περισσότερα αφορούν τον μεσογειακό κόσμο: συλλογές ποιημάτων, θεατρικά έργα, δοκίμια, νουβέλες, χρονικά, γαλλικές μεταφράσεις ξένων συγγραφέων, καθώς και βιβλία καλλιτεχνών. Όλα τους συνοδεύονται από εικαστικές δημιουργίες. Έργα του έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής καθώς και στα κινέζικα, αραβικά και εβραϊκά. Είναι επίσης συγγραφέας πολλών κριτικών άρθρων αφιερωμένων σε σύγχρονους ποιητές και ζωγράφους. Τελευταίες εκδόσεις: Ιθάκες (Le Cormier, 2011), Γράμματα του κόσμου (Petra 2017. Κυκλοφόρησαν και τρία δοκίμια σχετικά με το έργο του: ένα της Chantal Danjou με τίτλο Ο Ζαν-Κλωντ Βιλλαίν: μια σκακιέρα σιωπής από τις εκδόσεις L’Harmattan το 2001. Ένα άλλο δοκίμιο με συγγραφέα την Κωνστάνς Δημά Μορφές αγάπης και έρωτα στο έργο του Ζαν-Κλωντ Βιλλαίν κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σφακιανάκη & ΑΠθ το 2006 καθώς και ένα της Sylvie Besson: Τα ίχνη της ποιητικής εξορίας στο έργο του Ζαν-Κλωντ Βιλλαίν, Le nouveau Recueil Ed. Paris. Κυκλοφόρησε κι ένα βίντεο, αφιερωμένο στο έργο του από την Itiné ‘art καθώς κι ένα ειδικό τεύχος του περιοδικού Encres vives το 2003.

 

Βιογραφικό σημείωμα της Κωνστάνς Δημά

Η Κωνστάνς Δημά, γλωσσολόγος – συγκριτολόγος και καθηγήτρια γαλλικής γλώσσας στην Ελλάδα και το εξωτερικό, είναι ποιήτρια, συγγραφέας, και μεταφράστρια. Μετά από πολυετή παραμονή της σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες επέστρεψε οριστικά στη χώρα της και εγκαταστάθηκε στην Κρήτη, όπου εξακολουθεί να γράφει, να μεταφράζει μόνη ή από κοινού με άλλους και να δημοσιεύει έργα της σε συνεργασία με ελληνικούς και ξένους οίκους. Έχει εκδώσει άρθρα πάνω στη συγκριτική γλωσσολογία, τέσσερις ποιητικές συλλογές, μία μυθιστορηματική μαρτυρία, ένα δοκίμιο και ένα μυθιστόρημα. Έχει πλούσιο μεταφραστικό έργο από ποικίλα λογοτεχνικά είδη και πληθώρα δημοσιευμάτων σε ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά περιοδικά. Ποιήματα και πεζά της έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά, ισπανικά, ιταλικά, ρωσικά, τσέχικα και βουλγάρικα.
Η Κωνστάνς Δημά τιμήθηκε με ένα βραβείο συγκριτικής γλωσσολογίας (1979) και με ένα βραβείο ποίησης (1999).
Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να αναζητήσετε στην οκτάγλωσση ιστοσελίδα της: www.constance-dima.com

Κατηγορία: ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΙΗΣΗΣ / ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ - ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ

Tags: ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *